Kεφάλαιο 103

1.9K 146 11
                                    

Υπάρχουν στιγμές που η απελπισία σε παγώνει. Σε ακινητοποιεί. Τότε η καρδιά σου είναι παγιδευμένη σε έναν γύψινο νάρθηκα, δεν κουνιέται, δεν αναπνέει, παραδομένη στην ακινησία της απόγνωσης. Όλα πονάνε. Το μπρος, το πίσω, το πλαϊνό. Δεν υπάρχουν λύσεις. Δεν υπάρχει μέρος να σε χωράει, δεν υπάρχουν δρόμοι να περπατηθούν, να σε οδηγήσουν σε μία έξοδο' έστω σε μία έξοδο κινδύνου. Δεν υπάρχει πίσω σκάλα να ξεφύγεις, δεν υπάρχει πίσω πόρτα, δεν είναι διαμπερής ο πόνος, είναι κλειστός σαν φέρετρο βαθιά χωμένο σε σκληρό χώμα.

Είχε φτάσει στο ζενίθ. Του πόθου, της ευτυχίας, της ταύτισης και τώρα ήταν ήδη στο ναδίρ.  Μέσα σε μία ώρα είχε κατρακυλήσει σε ένα βάλτο, που τη ρουφούσε. Ήθελε να φύγει, να περπατήσει αν γινόταν τη διαδρομή Πάπιγκο- Αθήνα, να την τρέξει- ακόμα καλύτερα... Αλλά δεν είχε που να πάει. Η Ζωή ήταν εδώ, η μητέρα της είχε κλειστή την πόρτα της ( και, κυρίως την καρδιά της), δεν είχε καν μεταφορικό μέσο, δεν είχε αλλού δουλειά, δεν είχε αρκετά λεφτά για να φύγει.

Μόνο περπατώντας θα μπορούσε να φύγει. Σαν απελπισμένη τρελή. Σαν κυνηγημένη. Και κάτι τέτοιο δεν γινόταν. Απλώς δεν γινόταν! Ήταν υποχρεωμένη να μείνει εδώ - με τον Αλεξανδράκη να κινείται και να αναπνέει στον ίδιο χώρο- τουλάχιστον ώσπου να φύγει η Ζωή. Θα της εξηγούσε τι είχε συμβεί, θα φεύγανε μαζί, θα έκλαιγε στον ώμο της φίλης της για ώρες, για μέρες, για βδομάδες ώσπου να καλμάρει ο πόνος και να σβήσει η επιθυμία της για αυτόν τον άντρα. Θα παίρνανε μαζί με τη Ζωή το αεροπλάνο, θα γυρνούσε στην αετοφωλιά, στο δωματιάκι της για να κρυφτεί μέχρι να ξανασυμμαζέψει την καρδιά της. Και το μυαλό της που είχε ξεμυαλιστεί, που είχε αποβλακωθεί.

Τώρα, δεν είχε κουράγιο να αντιμετωπίσει κανέναν. Θα ήθελε να σβηστεί ως παρουσία. Αλλά, όλοι θα την αναζητούσαν, και κυρίως η Ζωή. Και θα έπρεπε να χαμογελάει, να είναι ευγενική, να είναι "οικοδέσποινα", ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να χαντακωθεί κάπου για να ξεχάσει το πως την μεταχειρίστηκε ο Αλεξανδράκης. Γιατί η συμπεριφορά του έδειχνε σεβασμό στις δικές του σωματικές και "κοινωνικές" ανάγκες, στα δικά του θέλω, στο δικό του "καθήκον", ενώ φαινόταν να αγνοεί τις δικές της ανάγκες. Με λίγα λόγια της είχε φερθεί σαν να μην τη σεβόταν, σαν η ίδια να ήταν άψυχο σπερμοδοχείο. Φυσικά, πάντα η συμπεριφορά των άλλων αντανακλά την εικόνα που έχουμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Είχε η ίδια δείξει κάποιον αυτοσεβασμό; Όχι. Ξερά όχι.

" Καλώς την πέρδικα!" είπε ο Γιώργος όταν την είδε. Η Ζωή ακουμπούσε πάνω του έχοντας γείρει το κορμί της με χάρη πάνω στο κορμί του. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της και είπε αργόσυρτα:

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now