Κεφάλαιο 62

1.7K 147 14
                                    


Στο τέλος μένεις μόνος. Οι φιέστες τελειώνουν, οι φίλοι κοιμούνται και μένεις μόνος με τις σκέψεις σου, με τις ανεπάρκειές σου, με τον πόνο σου. Το φως κλείνει και οι δαίμονες επιστρέφουν. Η Άννα είχε συνοδεύσει τον Γιώργο ως το δωμάτιό του που, κατά σύμπτωση, στεγαζόταν στο συγκρότημα της Λέλας. Μπήκε στον πειρασμό να ρίξει μία ματιά στην ηλικιωμένη, αλλά η ώρα ήταν απαγορευτική. Η Άννα είχε σχεδόν ξεχάσει πως η δουλειά της ήταν ακριβώς αυτή: να φροντίζει για την υγεία της Λέλας. Όλο αυτό το ντόμινο των καινούργιων εμπειριών την είχε συνεπάρει, παρασύροντάς την σε έναν κυκεώνα συναισθημάτων που δεν είχαν καμία θέση εδώ! Είχε έρθει για μία συγκεκριμένη δουλειά' εξαρτιόταν από αυτή τη δουλειά, το μέλλον της κρεμόταν από αυτή τη δουλειά- μια που η θέση της στο νοσοκομείο ( η σίγουρη θέση της στο νοσοκομείο!) ήταν παρελθόν.

Bye bye θέση στο δημόσιο! σκέφτηκε η Άννα και για λίγο γέλασε μόνη της. Είχε βουτήξει στην ανασφάλεια, είχε παρορμητικά επιλέξει το επαγγελματικό ρίσκο για να αλλάξει, υποτίθεται, ζωή. Πως είχε φερθεί τόσο ανόητα;

Μόλις κλείστηκε στο δωμάτιό της, την κατέκλυσε η απόγνωση. Για έναν μαλάκα εραστή και για μία μαλακισμένη φίλη – δύο άτομα που της είχαν πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες- είχε καταστρέψει την καριέρα της. Είχε έρθει στην άκρη της γης για να τους αποφύγει, αντί να τους ξεμπροστιάσει, να τους ξεφτιλίσει, να τους ξεσκεπάσει... Και δεν έφτανε αυτό! Ακόμα και εδώ, φερόταν ανόητα. Φερόταν παιδαριωδώς! 'Επαιζε τη... γκόμενα. Με ποια προσόντα ακριβώς έπαιζε τη γκόμενα; Αντί να δείξει σοβαρότητα και προσήλωση στα καθήκοντά της, παιχνίδιζε «ανέμελα» με το αφεντικό της, γινόταν βορά στις διαθέσεις του, τον άφηνε να την χρησιμοποιεί κατά βούληση. Η ίδια ήταν σαν ψάρι έξω από το νερό, σαν ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής που τον έβαλαν να παίξει στην Α' εθνική, σε ένα γήπεδο τεράστιο και άγνωστο, με αντίπαλο μια παλιά καραβάνα: τον Αλεξανδράκη! Είχε χάσει την μπάλα, έτρεχε πέρα δώθε τρεκλίζοντας, έπαιζε εκτός έδρας. Και φυσικά έχανε... Εδώ είχε χάσει παταγωδώς όταν έπαιζε στα γνωστά νερά....

Κουκουλώθηκε σφιχτά στο πάπλωμα, αλλά δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Της έλειπε ένα σχέδιο, μία νόρμα. Της έλειπαν οι κανόνες αυτού του παιχνιδιού. Δεν ήξερε τους κανόνες γιατί τους όριζε άλλος. Αν ήταν σαν τη Ζωή, θα μπορούσε να ανταπεξέλθει. Η Ζωή ήξερε ενστικτωδώς να χειρίζεται τους ερωτικούς της συντρόφους, ήταν γεννημένη για να γοητεύει, ήξερε να φέρνει το ερωτικό παιχνίδι στα μέτρα της. Η ίδια ήταν ένα παρτσακλό κοριτσάκι, που προσπαθούσε να μιμηθεί τα τερτίπια μιας έμπειρης γυναίκας. Και, φυσικά, δεν ξεγελούσε κανέναν. Για δυο μέρες, ξεγέλασε τον εαυτό της... Κανέναν άλλον. Και καθώς η ώρα περνούσε, η αυπνία άρχισε να προσθέτει κι άλλες μαύρες σκέψεις στις ήδη υπάρχουσες. Γλίστρησε μέσα στο μυαλό της η Μέμα, όλο το παρελθόν, όλος ο παλιός πόνος. Και όλα της φάνηκαν δύσκολα και αναπόδραστα. Πως θα άλλαζε ζωή αν δεν άλλαζε πρώτα τον εαυτό της; Πως θα πρόκοβε επαγγελματικά και προσωπικά, αν δεν έβαζε σε τάξη όλο αυτό το άμορφο υλικό που υπήρχε στην ψυχή της;

Ο ύπνος ήρθε δύσκολα και στα όνειρά της τα πράγματα μπερδεύτηκαν ακόμα πιο πολύ. Παρέλασαν όλοι μέσα στον ύπνο της: η Ζωή, η Μέμα, η μητέρα της, ο Αλεξανδράκης...

Το πρώτο φως της μέρας την βρήκε ξύπνια και αγριεμένη, όπως όλοι οι άνθρωποι που έχουν περάσει μία κακή νύχτα. Σηκώθηκε και έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της για να συνέλθει. Ο ήχος του μέσσετζερ την παραξένεψε' ποιος της έστελνε μήνυμα πρωί πρωί και Χριστουγεννιάτικα; Σήκωσε το κινητό από το κομοδίνο και με έκπληξη διάβασε:

" Είμαι Νέα Υόρκη, είναι τρεις το βράδυ εδώ και ενώ έχω δίπλα μου τον αστροφυσικό, να κοιμάται, εγώ σκέφτομαι εσένα. Τι σόι ανωμαλία είναι αυτή, να σκέφτομαι εσένα, λες και είμαι η μαμά σου, και παρά τον αχαρακτήριστο τρόπο με τον οποίο μου φέρθηκες. Το γατί, ξαναγράφω, έχει λαλήσει αλλά έχω και εγώ λαλήσει γιατί δεν ξέρω ποια τρελή μύγα σε τσίμπησε και έκανες όλες τις μαλακίες του κόσμου μαζί. Μάλλον φταίει ο παπάρας, σε αποσυντόνισε και έκανες ηρωική έξοδο, σαρώνοντας τα πάντα. Νιώθω ακόμα υπεύθυνη για όσα κάνεις, νιώθω πως πρέπει να σε προστατεύσω από τους κακούς λύκους εκεί έξω και αποφάσισα να σε συγχωρήσω ( ου γαρ οίδασι τι πιούσι...). Πρέπει να μιλήσουμε. Πρέπει να εξηγηθούμε. Απλώνω κλαδί ελιάς γιατί είμαι μεγαλύτερη και σοφότερη, και θα ΚΑΤΑΠΙΩ τον εγωισμό μου διότι πιστεύω πως δεν θα ξαναβρείς φίλη σαν εμένα, είμαι μία στο εκατομμύριο, είμαι ανεπανάληπτη...Νομίζω πως το ξέρεις! Θα έρθω να σε βρω, όπου και να σαι, μικρή και χαζή!"

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora