Κεφάλαιο 29

1.7K 152 5
                                    


Στάθηκαν οι δυο τους στην είσοδο του ξενοδοχείου σε σταση προσοχής, περιμένοντας το αυτοκίνητο που θα τη μετέφερε στο Πάπιγκο. Η καρδια της πήγαινε να σπάσει από την ένταση και ένιωθε το στομάχι της περίεργα σφιγμένο. Ο Γιώργος συντονιζόταν ευγενικα με την αγωνία της και όλο έλεγε: «Λες να ναι αυτο το ταξι; Α μάλλον όχι, τελικά...» Είχε χάσει την καλή του διάθεση και τα φωτεινά μάτια του είχαν μια μελαγχολική σκιά. Ο καιρός παρέμενε μουντός, αλλά η βροχή είχε σταματήσει αφήνοντας λάσπη και  μουσκεμένα φύλλα κάτω από τα ποδια τους.  Ο Γιώργος εβγαλε  ένα χαρτομάντιλο και σκύβοντας μπροστά της της καθάρισε τα παπουτσια. « Μην πας με αβερνικωτα παπουτσια..» είπε. Η Αννα εμεινε άφωνη με τη χειρονομία του. Ποτε πριν, κανένας αντρας δεν της είχε φερθεί τόσο ευγενικα...

« Με συγκινησες, Γιωργο» του είπε απλά.

« Σιγα» είπε εκείνος και απέφυγε το βλέμμα της. Στις 10 ακριβως ένα αγροτικό αυτοκίνητο με καρότσα σταμάτησε μπροστά τους. 

Ο οδηγός κατέβασε το τζαμι του παραθύρου και ρωτησε τραχιά:

« Η κυρια Ρηγάτου;»

« Εμεις! Εμείς είμαστε!» πετάχτηκε ο Γιώργος. Σήκωσε τη βαλιτσουλα της μένοντας μετέωρος για  λίγο γιατί ο ξένος αντρας είχε κατέβει από το αυτοκίνητο με μια σβελτη κίνηση και είχε προλάβει να αρπάξει τη βαλίτσα. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερολεπτα και μετά ο Γιώργος άνοιξε το χέρι του. Ο ξενος έβαλε απλώς τη βαλίτσα στην καρότσα και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού δείχνοντας ενοχλημένος για άγνωστο λογο.

« Καλή αρχη, κοριτσάκι!» είπε ο Γιώργος αλλά απέφυγε να τη φιλήσει. Η Αννα μπήκε στο αυτοκίνητο μουδιασμένη. Ένιωθε πως άφηνε πίσω έναν αγαπημένο φίλο, ένιωθε πως ξεριζωνοταν. Δευτερη φορα σε δεκα μόλις μέρες!

Χαιρέτησε ξανα το  Γιωργο μέσα από το καθρεφτάκι του συνοδηγού. Μόλις εκείνος χάθηκε από το οπτικό της πεδίο συνειδητοποίησε πως είχε ντυθεί εντελώς λάθος για το ταξίδι. Το σακάκι της φάνταζε περίεργα επίσημο μέσα στο αγροτικό, η φούστα την έσφιγγε ( το είχε παρακάνει με το πρωινό!) και το φουλάρι της φαινόταν υπερβολικά λουσατο. Άσε το μακιγιάζ... 

Ο αντρας οδηγούσε σιωπηλός. Η Αννα ένιωσε πως έπρεπε να πει κάτι: " Σας ευχαριστω που ήρθατε ακριβως στην ωρα σας. Είχε λίγη ψυχρα αλλά ευτυχως δεν περιμέναμε καθολου!»

Ο αντρας έγνεψε απλώς και άλλαξε ταχύτητα.

Έτσι αγροίκοι είναι οι ντόπιοι; αναρωτήθηκε η Αννα ενθυμούμενη τον προηγούμενο ταξιτζή. 

Βγήκαν από την πόλη. Εκείνη κοίταξε εξω από το παράθυρο. Δεν θα άφηνε αυτον τον τύπο να της χαλάσει τη διάθεση. Το τοπίο εξω γινόταν οργιαστικα πράσινο. Θα χάζευε τη διαδρομή αγνοωντας επιδεικτικά τον αμίλητο οδηγό. Εβγαλε το σακάκι της και το δίπλωσε στα ποδια της. Η κίνηση της κατάφερε να του αποσπάσει το βλέμμα από το δρόμο. Την κοίταξε εξεταστικά πατοκορφα. Εκείνη ένιωσε διπλή αμηχανία.

Το αυτοκίνητο ήταν νευρικό και ευκίνητο και  ήδη από τις πρωτες στροφες η Αννα ένιωσε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. 

« Θα σας παρακαλούσα, αν δεν σας είναι δυσκολο, να ελαττωσετε ταχύτητα»

Την κοίταξε ενοχλημένος: «Παω με 50» είπε ξερά.

« Αααα» είπε εκείνη. Προσπάθησε να πάρει τη σκέψη της από το στομάχι της που σφιγγοταν όλο και περισσότερο. Τι είχε πάθει; Αυτή είχε σιδερένιο πεπτικό!  Τώρα ένιωθε τρομερή ναυτία. Προσπάθησε να ξεκουμπωσει διακριτικά το κουμπί της φούστα της.

 «Συμβαίνει κάτι;»

« Όχι, όχι. Μάλλον το παράκανα με το πρωινό. Ξέρετε ποσο δελεαστικά είναι τα πρωινά στα ξενοδοχεία... «»

Ο δρόμος γινόταν όλο και πιο στριφογυριστός. Ξαφνικά ένα ζωο που έμοιαζε με τεράστιο ελάφι, πιο ογκώδες και κατά τα φαινόμενα πιο δυσκίνητο, φάνηκε στα είκοσι μέτρα από το αυτοκίνητο. Η Αννα είδε τα μάτια του ζώου τρομαγμένα. Η έτσι της φανηκε. Ο οδηγός φρέναρε απότομα και η Αννα εβγαλε όλο το πρωινό της μέσα στο αυτοκίνητο με έναν τρομερό εμετό!

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora