Kεφάλαιο 33

1.8K 161 4
                                    

Το δωμάτιο που απλώθηκε μπροστά της, λουσμένο στο γλυκό φως που διαχεόταν από τις αναμμένες απλίκες δεξιά και αριστερά του κρεβατιού, ήταν ο πιο φιλόξενος χώρος που είχε δει ποτέ! Ξεκουράστηκε και μόνο που το είδε! Ήταν δυνατόν η μοίρα να της κρατούσε σαν άσσο στο μανίκι αυτή την πρωτοφανή σε εξέλιξη εμπειρία; Πλησίασε το παράθυρο. Το χλωμό φως του ομιχλώδους πρωινού τρύπωνε μέσα από τις ανάλαφρες σωμόν κουρτίνες. Αγνοώντας την παρουσία του αφεντικού της, πίσω της, τράβηξε τις κουρτίνες και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Όλη η μεγαλοπρέπεια του Ηπειρώτικου τοπίου ξετυλίχθηκε μπροστά  στα μάτια της. Χρώματα μπερδεμένα, ασαφή και ταυτόχρονα με ολοκάθαρο περίγραμμα, μυρωδιά  οξυγόνου ( υπήρχε άραγε τέτοια μυρωδιά;), μυρωδιά χιονισμένου χώματος, μυρωδιά καπνού από τις καμινάδες που ξεφύτρωναν στις γκρίζες, πλακοστρωμμένες σκεπές των σπιτιών, μυρωδιά υγρών φύλλων... Ανάσανε με λαιμαργία. Πάνω της, σαν σιωπηλοί γίγαντες, οι πύργοι της Αστράκας, στα αλήθεια πύργοι, πελεκημένοι περίτεχνα από το χέρι της φύσης, τρομακτικοί σε μέγεθος, απίστευτοι σε ... κύρος. 

" Βολευτείτε και τα λέμε. Θα φροντίσω να σας στείλουν ένα τσάι ή ίσως ένα χαμομήλι" είπε ο Αλεξανδράκης και πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει, άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω του. Ήταν ελεύθερη να ουρλιάξει από χαρά, να κυλιστεί το κρεβάτι με το μπεζ γούνινο ριχτάρι και το  τεράστιο κεφαλάρι. Το μπάνιο ήταν ανοικτό, σε συνέχεια με το δωμάτιο. Ο νιπτήρας μοντέρνος, ακουμπισμένος ελεύθερα πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο, η μπανιέρα ολόασπρη, με λιονταρίσια ποδαράκια, αφημένη πάνω στα πλακάκια, με ρετρό σχέδιο, μία μπανιέρα ενός αλλοτινού καιρού. Πέταξε τα ρούχα της καταγής στο ξύλινο πάτωμα και άνοιξε τις κάνουλες της βρύσης για να κάνει ένα μπάνιο. Το χρειαζόταν. Ένιωθε βρόμικη, σκονισμένη, με την ανάμνηση του εμετού να αιωρείται σαν απαίσιο άρωμα γύρω της. 

Το μυαλό της δεν προλάβαινε να επεξεργαστεί τα φρέσκα γεγονότα. Είχε περάσει μόλις ένα 24 ωρο και κάτι ώρες από τότε που πήγε στο Ελευθέριος Βενιζέλος για να μπει σε ένα αεροπλάνο, που δεν ήξερε σε ποιον πλανήτη θα την κατέβαζε... Είχαν περάσει μόλις δυο μέρες από την νύχτα που πέρασε στο σπίτι της Βάλιας, εξορισμένη από το διαμέρισμα της Ζωής. Ήταν δυνατόν; Γέμισε την μπανιέρα με αφρόλουτρο και το άρωμα βανίλιας ξεχύθηκε στο μπάνιο. Βούτηξε μέσα στο νερό με ανακούφιση και στις σκέψεις της τρύπωσε ο Μάρτιν. Της έλειπε... Τι χαρές θα έκανε αν ήταν εδώ... Θα κουλουριαζόταν πάνω στην γούνα που κάλυπτε το κρεβάτι, θα έπαιζε σαν τρελός κυνηγώντας την ουρά του πάνω στις γυαλισμένες σανίδες. Μόνο ο Μάρτιν της έλειπε. Κανείς άλλος. Σίγουρα όχι ο Δημήτρης. Λες και είχε σβηστεί εκείνη την νύχτα από την καρδιά της. Λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή της. Λες και δεν είχαν κάνει ποτέ έρωτα. Τι απίστευτη δουλειά ήταν αυτή; Ας την έβαζαν να δουλεύει  και 24 ώρες, αφού θα είχε την πολυτέλεια να δουλεύει σε έναν τέτοιο χώρο, με τους πύργους από πάνω της, με αυτό το δωμάτιο να την περιμένει ζεστό και μυρωδάτο το βράδυ για να ξεκουραστεί. Πόσο δύσκολη να ήταν η δουλειά εδώ; Πόσο απαιτητικός να ήταν ο ασθενής της; Σίγουρα θα ήταν λιγότερο απαιτητική η δουλειά της από εδώ και μπρος από το τμήμα στο νοσοκομείο, από εκείνο τον ατέλειωτο πόνο που συναντούσε καθημερινά στο πρόσωπο των εγκαυματιών, από την δύσκολη νοσηλεία που ήταν υποχρεωμένη να κάνει, ολόκληρες νύχτες καμία φορά, μην προλαβαίνοντας καλά καλά να πάει στην τουαλέτα.

Είδε ξαφνικά μπροστά της το πρόσωπο της Μέμας, τα καθαρά, γλυκά της μάτια, αλλά, σαν εξασκημένη που ήταν, απέδιωξε αμέσως την εικόνα. Το παρελθόν δεν θα την κρατούσε πια δέσμια. Άλλη ζωή θα άρχιζε εδώ... Καινούργια σελίδα, καινούργιοι άνθρωποι, καινούργιο αφεντικό. Και αυτός ο Αλεξανδράκης, τι φάση... Να μην της πει πως είναι ο Αλεξανδράκης αυτοπροσώπως; Αν και της είχε φανεί κάπως κλειστός, δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως της είχε φερθεί με απίστευτη ευγένεια. Άσε, με την γενναιοδωρία του...Την είχε κατασκλαβώσει. Έπρεπε να σταθεί στο ύψος των προσδοκιών του και να τις ξεπεράσει μάλιστα. Να του δείξει πως η τυχαία επιλογή της αποδείχτηκε μία εξαιρετική επιλογή. Βρε, τι σου είναι η ζωή... Τραβάς λαχνό στην τύχη και είναι ο τυχερός λαχνός. Κλείνεις τα μάτια και πιάνεις χρυσό... Και άλλες φορές, με ορθάνοιχτα μάτια, πέφτεις πάνω σε μπετόν, σε κακούς ανθρώπους, σε σκληρές ψυχές...

Μούλιασε για λίγη ώρα και μετά ανασηκώθηκε να ξεπλυθεί. 

" Ωραία βυζιά" άκουσε μία παιδική φωνή να λέει. Πανικόβλητη σκεπάστηκε όπως όπως με τα χέρια της και ξαναμπήκε στο νερό της μπανιέρας. Ένα αγοράκι, γύρω στα δέκα, στεκόταν μπροστά της, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, που έπεφταν στο μέτωπό του και μισοσκέπαζαν τα μάτια του, τα οποία πετούσαν πανούργες σπίθες.

Προσπαθώντας να δείξει ψύχαραιμη και άνετη, είπε: " Γεια σου, αγοράκι. Μάλλον θα μπέρδεψες το δωμάτιο με το δωμάτιο των γονιών σου, μπορείς να φύγεις σε παρακαλώ;"

Ο μικρός την κοίταξε με απάθεια χωρίς να κουνηθεί. " Μια χαρά είμαι εδώ. Δεν μπερδεύτηκα, εδώ είναι το σπίτι μου!"

" Ίσως, αλλά ξέρω στα σίγουρα πως αυτό είναι το δωμάτιο μου" είπε αυτή.

Και τότε έγινε το ανήκουστο. Η Ελισσάβετ Αλεξανδράκη μπούκαρε στο δωμάτιο από την ορθάνοιχτα ανοιγμένη πόρτα και είπε αυστηρά: " Εδώ είσαι; Ζήτα συγγνώμη από τη δεσποινίδα και φεύγουμε"

Η Άννα βυθίστηκε κι άλλο στην μπανιέρα. Ήθελε να εξαφανιστεί από την αμηχανία και την ντροπή.

 " Συγγνώμη, Άννα" είπε η Ελισσάβετ, με ένα απηυδισμένο ύφος. " Ο γιος μου χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν, μοιάζει με την πεθερά μου σε αυτό" Γέλασε μόνη της τραγανιστά. " Χα, χα, θα την γνωρίσεις σύντομα και ακόμα πιο σύντομα θα θέλεις να εξαφανιστείς από δω. Αν όντως υπάρχει δράκος στο Πάπιγκο και στην Δρακολίμνη, αυτός είναι σίγουρα η πεθερά μου. Η ασθενής σου, δηλαδή!"

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now