Kεφάλαιο 65

1.6K 146 8
                                    

Δεν το πίστευε! Δεν το πίστευε πως έτρωγε τετ α τετ με τον Αλεξανδράκη, μέσα στη ζεστή τραπεζαρία, που μοσχομύριζε φρέσκια ζύμη και τηγανητό μπέικον, ενώ έξω ο καιρός αντάριαζε.

- Από όλες τις λιχουδιές, αυτά βρήκες να βάλεις στο πιάτο σου; τη ρώτησε ο Αλεξανδράκης μπουκωμένος με χωριάτικο λουκάνικο. Εκείνη κοίταξε το γιαούρτι με μέλι και τα αποξηραμένα βερίκοκα, κράνμπερι και δαμάσκηνα που γέμιζαν το πιάτο της. Πόσο υποκρίτρια ήταν... Ήθελε και εκείνη ένα γερό πρωινό, αντρικό και χορταστικό, με το ξεροψημένο μπέικον να αφήνει τη ηδονική λίγδα του στη γλώσσα της και τα σκραμπλ αυγά να λιώνουν στο στόμα της. Αλλά, μπροστά στον μπουφέ, είχε αποφασίσει να δείξει αυτοσυγκράτηση ( έτσι δεν κάνουν τα θηλυκά;) και να γυρίσει την πλάτη της στα πολυθερμιδικά καλούδια, παίζοντας τον ρόλο της εύθραυστης γυναίκας που ζει με σπαράγγια και γιαούρτια. Τώρα όμως ένιωθε κάπως γελοία, λες και αυτός είχε διαβάσει τις προθέσεις της, λες και είχε ξεσκεπάσει τις επιθυμίες της.

- Η αλήθεια είναι πως μου τρέχουν τα σάλια με αυτά που τρώτε..., είπε ενώ έβαζε μια κουταλιά γιαούρτι στο στόμα της.

- Άσε τον πληθυντικό  Άννα, είπε αυτός και εκείνη κόντεψε να πνιγεί από την χαρά.

- Και πως να σας αποκαλώ; τον ρώτησε αμήχανα.

- Ξέρω εγώ; Πως σου φαίνεται το "Γιάννης";

Εκείνη δίστασε για λίγα δευτερόλεπτα πριν απαντήσει: "Εεε, μου φαίνεται λίγο δύσκολα να απευθύνομαι στο αφεντικό μου με το μικρό του όνομα, ενώ τον ξέρω μόλις δύο μέρες..."

Είδε μία λάμψη ειρωνείας στο βλέμμα του και διάβασε εύκολα τη σκέψη του: Δύο μέρες της έφτασαν για να του παραδοθεί, για να πετάξει κάθε φύλλο συκής και ντροπής, για να ενδώσει στις διαθέσεις του. Και τώρα του το ' παιζε συνεσταλμένη υπάλληλος...

Εκείνος έφερε το φλιτζάνι με τον καφέ στα χείλη του για να κρύψει το γελάκι που τρεμόπαιζε στο στόμα του.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Γιώργος. Αποφάσισε να μην το απαντήσει, δεν ήθελε να χάσει ούτε στιγμή από το πρόγευμά της, από αυτό το ανέλπιστο ραντεβού με τον Αλεξανδράκη, που έρεε αβίαστα και χαλαρά.

" Γιατί δεν το απαντάς;" είπε εκείνος άνετα.

" Θα το απαντήσω" είπε εκείνη, όταν το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά για δεύτερη φορά απανωτά.

" Ειιιι, Χιονούλα..." ακούστηκε η φωνή του Γιώργου. " Πες μου πως σε ξύπνησα, πες μου πως σε βρίσκω κάτω από τα σκεπάσματά σου, ζεστή και ξεκούραστη, ώστε να έρθω να σε πάρω, όταν ετοιμαστείς, για μία βόλτα στο χιονάκι, αν οι υποχρεώσεις σου το επιτρέπουν" είπε μονοκοπανιά ο Γιώργος, με τη φωνή του να αντηχεί δυνατή, καμπανιστή, παρόλο που η Άννα είχε κολλήσει το κινητό της τόσο κοντά στο αυτί, ώστε να μηδενίσει την πιθανότητα να γίνει ακροατής της συζήτησης ΚΑΙ ο Αλεξανδράκης.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang