Κεφάλαιο 108

2.3K 172 26
                                    

Πίσω στο διαμέρισμα, πίσω στα γνωστά και στα οικεία. Εκεί που κανένας δεν μπορούσε να τη βρει, εκεί που ήταν πια μόνη. Η Ζωή είχε εδώ και ένα χρόνο μετακομίσει στο σπίτι του Γιώργου, μετά από τις διαρκείς πιέσεις του. Και η Άννα είχε πια όλο το διαμέρισμα στη διάθεσή της, ένα διαμέρισμα άδειο από κάθε παρουσία, όπου η μοναξιά της γινόταν απόλυτη. Στην απόλυτη μοναξιά όλα γίνονται ξεκάθαρα. Το πόσο πονάς, το πόσο αγαπάς, το πόσο αντέχεις. Βλέπεις την αλήθεια μόνο στην μοναξιά. Εκεί αναμετριέσαι με τον εαυτό σου και με τις αντοχές σου.

Μέσα στο διαμέρισμά της, μόνο με τον Μάρτιν για συντροφιά, η Άννα ξανασκέφτηκε τη βραδιά που πέρασε. Εκεί ξεντύθηκε από τις άμυνές της, έμεινε με γυμνή ψυχή και τόλμησε να ομολογήσει στον εαυτό της την αλήθεια: Δεν θα ξεπερνούσε ποτέ αυτόν τον άντρα. Όσοι Λιοντάκηδες και να μπαίνανε στη ζωή της, όσος χρόνος και χώρος να έμπαινε ανάμεσα σε εκείνη και στον Αλεξανδράκη. Της ξυπνούσε τη λίμπιντο, της ξυπνούσε την ορμή της επιθετικότητας. Ήθελε να τον κατασπαράξει, να τον εκδικηθεί και ήθελε ταυτόχρονα να πέσει στα πόδια του και να ζητιανέψει τον πόθο του. 

Δεν τα είχε καταφέρει τόσα χρόνια να απαγκιστρωθεί από αυτόν. Δεν είχε καταφέρει να ξεκολλήσει το μυαλό της από τη σκέψη του, από εκείνες τις ελάχιστες μέρες που όμως είχαν αφήσει το σημάδι τους μέσα της. Ένα σημάδι ανεξίτηλο, λες και ο Αλεξανδράκης είχε δαγκώσει την καρδιά της, αφήνοντας τα σημάδια από τα δόντια του εκεί πάνω.

Έβαλε ένα CD με χαλαρωτική μουσική, και κάθισε στον καναπέ, ακόμα ντυμένη, ακόμα φορώντας τα παπούτσια της, αφήνοντας να λιώσει μέσα της σαν απολαυστική καραμέλα η ανάμνηση αυτής της περίεργης βραδιάς. Δεν ήθελε να κάνει βήμα, δεν ήθελε να πάει στο επόμενο λεπτό, στην επόμενη στιγμή που θα ήταν άδεια από την παρουσία του. Για λίγο μπήκε στον πειρασμό να του τηλεφωνήσει, να τον παρακαλέσει να βρεθούν, για να μην στερήσει άλλο το σώμα της από το σώμα του' τρία χρόνια αυτό έκανε: έβαζε το κορμί της τιμωρία. Θα μπορούσε να του τηλεφωνήσει, να του ζητήσει να συναντηθούν- έστω τώρα-, να αφεθεί στον πόθο της, στον ζωντανό ακόμα έρωτά της. Αλλά ο εγωισμός της είχε πια καλά εδραιωθεί, είχε χτιστεί καλά αυτά τα τρία χρόνια και όσο και αν η καρδιά της σκιρτούσε για το άγγιγμά του- μέσα στη σιγαλιά του διαμερίσματος, μέσα στην ερημιά του σαλονιού της, που έκαναν την απουσία του ανυπόφορη!- η Άννα μπορούσε πια να συγκρατηθεί και ας ήθελε σαν λυσσασμένη να του παραδοθεί. Ωστόσο, έμενε ακίνητη στον καναπέ, σαν πάνινη κούκλα, με τα μέλη χαλαρά, αφημένη στην ονειροπόληση:

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now