Kεφάλαιο 21

2K 162 2
                                    

H Άννα έκανε ένα γρήγορο ντουζ και μετά ντύθηκε ζεστά αλλά άνετα. Η ώρα ήταν μόλις δέκα. Σκόπευε να πάρει πρωινό και να ξεχυθεί στην πόλη όπως την είχε συμβουλέψει η κοπέλα στη ρεσεψιόν. Μπήκε στο διαστημικό ασανσέρ και για μία ακόμα φορά θαύμασε τη θέα καθώς κατέβαινε. Στο λόμπι ένας τεράστιος πολυέλαιος κρεμόταν πάνω από κατακόκκινους κυκλικούς καναπέδες.Τα φώτα ήταν αναμμένα γιατί το πρωινό ήταν μουντό, και χριστουγεννιάτικα στολίδια κρέμονταν εδώ και εκεί, δίνοντας μία ονειρική ατμόσφαιρα στον χώρο. Περπάτησε προς τον χώρο του προγεύματος, ακολουθώντας την μυρωδιά του καφέ και των κρουασάν, που γαργαλούσε απολαυστικά τη μύτη της. Με το πιάτο της ξέχειλο από κάθε είδους λιχουδιά, κάθισε στο μοναδικό τραπέζι που βρήκε. Ο χώρος ήταν γεμάτος από τουρίστες που είχαν αποφασίσει να περάσουν στα Γιάννενα τις μέρες των γιορτών. 

" Μπορώ να μοιραστώ το τραπέζι σας;" τη ρώτησε μία αντρική φωνή.

Η Άννα ανασήκωσε το βλέμμα και είδε έναν νέο άντρα, φορτωμένο με πιάτα και φλιτζάνια, που κινδύνευαν να του πέσουν. Άπλωσε το χέρι της και βοήθησε την κατάσταση, απαλλάσοντάς τον από ένα πιάτο και ένα ποτήρι με χυμό πορτοκάλι: " Ε, φυσικά!" είπε χαμογελαστά. " Ελάτε να σας κάνω το τραπάζι, χαχα"

Απόρησε με τον εαυτό της. Η παλιά Άννα δεν θα μπορούσε να είναι τόσο χαριτωμένη, τόσο άνετη. Ήταν και λες από μέσα της γλιστρούσαν όλα όσα, κατά καιρούς, έβλεπε στη Ζωή, στοιχεία άγνωστα με τον δικό της χαρακτήρα. Ο άντρας γέλασε. " Και τί πλούσιο τραπέζι!" είπε κοιτώντας με νόημα το δικό της πιάτο.

" Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στις λιχουδιές" είπε χαριτωμένα η Άννα.

¨Ούτε εγώ. Δεν παίρνω ποτέ πρωινό, αλλά όταν ταξιδεύω το πρωινό γίνεται ιεροτελεστία' θέλω να φάω τα πάντα!" 

Τον κοίταξε θαρρετά πάνω από το φλιτζάνι της. Είχε λεπτά ξανθά μαλλιά, όμορφα μάτια στο χρώμα της ελιάς και μία μακριά μύτη, που έδινε στο πρόσωπό του μία αστεία και ταυτόχρονα δραματική έκφραση. 

" Διασκέδαση ή δουλειά;" είπε ο νέος άντρας.

" Δουλειά που μου φαίνεται -προς το παρόν- ως διασκέδαση"

" Α, είστε τυχερή..."

¨Αρχίζω να το πιστεύω και εγώ..." χαχάνισε η Άννα.

Της έτεινε το χέρι πάνω από τη στοίβα με τα κρουασάν, ενώ ακόμα μασούσε τη μπουκιά του: " Γιώργος" 

" Άννα" είπε εκείνη.

" Πόσες μέρες θα μείνεις;" ρώτησε εκείνος σε φιλικό ενικό πια.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now