Kεφάλαιο 34

1.7K 155 6
                                    

Μόλις εμεινε επιτέλους μονη, βγήκε από το νερο, τυλίχτηκε με μια πετσέτα και έτρεξε να κλειδώσει την πόρτα.  Εκείνη ακριβως τη στιγμη ακούστηκε το κινητο της που χτυπούσε με τον χαρακτηριστικό του ήχο: Diamonds της Ριάνα. 

« Ένιωσα πως φλεγόσουν από επιθυμία να μου τηλεφωνήσεις όποτε σε πήρα εγω, μην τυχόν και το ξεχάσεις τελικά...» είπε με μία αναπνοή ο Γιώργος. " Δεν ήθελα να σε πιέσω οπότε περίμενα να περάσουν τριάντα λεπτά πριν σε ξαναπάρω, χε,χε"

«Μόλις με είδε γυμνή ένας νεαρός κύριος» είπε αυτή γελώντας, « και προσπαθούσα να συνέλθω από το σοκ. Θα σε έπαιρνα και εγώ»

«Ακόμα δεν έφτασες και άρχισες το ξελογιασμα;" είπε εκείνος. " Η Αννα, η νοσοκόμα: θα μπορούσε να είναι και τίτλος τολμηρής ταινίας»

Αντί να του θυμώσει, η Αννα ξέσπασε σε τρανταχτά γελια. « Το αντικείμενο της αποπλάνησης είναι μόλις δεκα χρονων, μπορεί και μικρότερος»

« Α, ευτυχως! Δεν θα ήθελα να μπλέξω σε μονομαχία με έναν συνομήλικό μου. Ο νεαρός μάλλον θα βγει νοκ αουτ με κανα δυο σοκολάτες. Πως είναι λοιπόν τα πραγματα εκει;»

« Ακόμα δεν έχω αναλάβει καθήκοντα. Κάνω αφρόλουτρα και χαζεύω τη θεα. Α, δεν θα το πιστέψεις. Ξέρεις ποιος είναι το αφεντικό μου; Ο κύριος που με παρέλαβε»

« Παναγία μου! Αυτος μου έδωσε την εντύπωση πως μουγκρίζει αντί να μιλάει. Θα σε παχύνει για να σε φάει, να μου το θυμηθείς...»

« Έλα, βρε. Μια χαρα κύριος είναι. Λίγο κλειστός τυπος, αλλά πολύ ευγενικός. Προς το παρόν. Διότι η ζωη με δίδαξε πως πρέπει να τα περιμένεις ό λ α  απο ολους...»

«Και που θα μένεις; Μην μου πεις στην κρεβατοκάμαρα του αφεντικού...»

« Σε έναν υπεροχο ξενώνα. Είναι ο ιδιοκτήτης του»

« Α, θα κάνω κράτηση και εγω! Χρειαζομαι λίγο να ξεκουραστω. Η πολλή ξεκούραση κουράζει, ξέρεις..»

« Γιατί όχι; Απλώς δεν ξέρω πως θα είναι τα ωράρια μου».

« Ε, καπου θα με βολεψεις. Για παραδειγμα, αργά το βραδυ, στο κρεβατι σου για να μην ξοδεύεις ζωτικό χρονο από τη δουλεια σου. Δεν θα ήθελα να με δαγκώσει το αφεντικό σου και μετά να τρεχω για αντιοφικό ορό...»

Ένα έντονο χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα: "Γιωργο, κλείνω» είπε σιγανά εκείνη. « Ήρθε, νομίζω και είμαι γυμνή ακόμα!» 

Κλείσανε το τηλέφωνο, μετά από ένα θεατρικό αναστεναγμό του Γιώργου.

Ξεκλείδωσε. Μια γυναίκα με στολή καμαριέρας εισέβαλε στο δωμάτιο κρατώντας έναν τεράστιο δίσκο. Είχε ένα σερβίτσιο τσαγιού μαζί με ένα πιάτο με κουλουράκια που μύριζαν κανέλα.

" Ο κύριοςςς Γιάνν'ς  μου πει να σαςς φέρω τσσάι" είπε η γυναίκα με  βαριά προφορά. Ήταν γύρω στα τριάντα, ίσως και μικρότερη, με μεγάλα γαλάζια μάτια, πλατύ μέτωπο και γερούς, δυνατούς ώμους. " Ει' σι η κινούργια νοσ'κομα" συνέχισε πηδώντας στον ενικό. " Χάρ'κα"

Περπάτησε στο εσωτερικό του δωματίου. " Απ'τη Αθ'να;"

" Ναι, από Αθήνα" είπε μαλακά η Άννα, σφίγγοντας την πετσέτα. Δεν θα έμενε καθόλου μόνη; Δεν είχε καν προλάβει να βάλει τα ρούχα της, για όνομα του Θεού. 

Η καμαριέρα κάθισε σηκώνοντας τη φούστα, και απλώνοντας τα πόδια: " Τσακίστ' κα στη δουλειά σήμερα, με πεθ' ναν τα ποδάρια μ'. Μόνο ιγώ δουλεύω εδώ μέσα, κανείς άλλς"

" Ευχαριστώ για το τσάι, αλλά θα πρέπει να ντυθώ"

" Μ' είπε να κατέβ'ς μόλις το πιεις, να σι πάει στην κυρά, τη μεγάλ'"

" Να ντυθώ όμως πρώτα..." είπε ειρωνικά η Άννα.

" Και τι δεν ντύνεσι; Ιγώ τι σι πειράζω; Κουρίτσια ήμαστε, δεν υπάρχουν ντροπέςςς ανάμεσι μας"

" Θα προτιμούσα να ντυθώ μόνη" είπε η Άννα ξανά νιώθοντας πως η υπομονή της δοκιμαζόταν. Ο Αλεξανδράκης την περίμενε και αυτή χάζευε... 

" Ξιπέρασέ τα αυτά, ιδώ, προσωπικό είσι και συ, προσωπκό και ιγώ. Νοσκόμα ισύ, καμαριέρα ιγώ. Ξέρω τα κατατόπια ιδώ, σι συμφέρ' να μ' έχ'ς φίλη"

Η Άννα χαμογέλασε. Ήταν τόσο αυθόρμητη και αυθεντική η συνομιλήτριά της, που δυσκολευόταν στα αλήθεια να την διώξει.

Έψαξε λοιπόν στη βαλίτσα της, βρήκε ένα μπεζ πουλόβερ και ένα μπεζ μάλλινο παντελόνι και κρύφτηκε πίσω από ένα ανοικτό φύλλο ντουλάπας ώστε να ντυθεί.

" Βρακί δεν πήρις" είπε η άλλη και η Άννα έπαθε πλάκα με την παρατηρητικότητά της." Έχεις δίκιο, ε, πώς είπαμε το όνομά σου;"

" Γιώτα"  είπε η Γιώτα, περήφανα.

" Λοιπόν, Γιώτα, ντύνομαι, πίνω το τσάι στα γρήγορα και παμε κάτω στο αφεντικό"

" Μη βιάζεσαι να γνωρίσ'ς τη στρίγγλα, έχ'ς καιρό να ταλιπωριέσαι"

" Είναι πραγματικά στρίγγλα;"

" Κι λίγα λέου. Κι άλλ' στρίγγλα ίνι, η μικρή, η Ελσάβετ, αλλά μικρότερ' στριγγλα. Η μεγ'λη δεν παίζιτι! Θα φτυσ' του γάλα της μανας σ'"

Η Άννα ένιωσε το χαμόγελό της να παγώνει. Ήπιε το τσάι βιαστικά και έφαγε δύο κουλουράκια απανωτά, νιώθοντας πως η επιπλέον ζάχαρη θα της χρειαζόταν...



Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now