Κεφάλαιο 79

1.5K 145 6
                                    

Αχ, κακά τα ψέμματα. Η Ζωή ήταν ανεπανάληπτη. Η Άννα ένιωθε σαν να ήταν ή ίδια ένα άλογο που βρισκόταν για χρόνια σε έναν ασφαλή στάβλο, με ένα σταβλίτη στοργικό και γενναιόδωρο, σαν ένα ζώο που ξαφνικά αφήνιασε  ( ο σταβλίτης έφταιγε..., δεν έφταιγε το ζώο) και έτρεξε χωρίς χαλινάρια και σέλες και καπίστρι, ξέφρενα, στο λιβάδι. Και μετά πέρασαν οι μέρες και οι βδομάδες και καθώς η οργή του εκτονώθηκε, νοστάλγησε απίστευτα τη ζέστη του στάβλου, τον σταβλίτη και τα ξέστρα του, τα χάδια του και τους κύβους ζάχαρης που εκείνος του έδινε.

Τώρα μπροστά στη Βάνα, που ήταν ολίγον βαρετή συζητήτρια, η Άννα ήθελε να ουρλιάξει από τη νοσταλγία και μέσα της, βαθιά μέσα της, ήταν ενθουσιασμένη με την προοπτική να ξαναδει τη Ζωή. Ακόμα και ο καυγάς με τη Ζωή θα είχε ενδιαφέρον. Ακόμα και το ξεμάλλιασμα που θα της έκανε όταν την έβλεπε. Έψαξε για θυμό μέσα της, αλλά δεν βρήκε ούτε στάλα. Μόνο νοσταλγία, μόνο πεθυμιά για τη φίλη της.  Χάρη της είχε κάνει που είχε ξεμυαλίσει τον Δημήτρη' ναι, έτσι το έβλεπε τώρα. Χάρη! Και βγήκε έξω στον κόσμο, και άνοιξε λίγο το μάτι της και γνώρισε και τον...

Ανυπομονούσε. Αυτή ήταν η αλήθεια. Ανυπομονούσε να τη δει, ανυπομονούσε να μαλώσει μαζί της. Χρειάζεται να έχει επίπεδο ο άλλος για να γίνει ένας καλός καυγάς. Χρειάζεται ποιότητα να έχουν οι άνθρωποι ακόμα και στις συγκρούσεις τους. Και η Ζωή την είχε. Μια ποιότητα περίεργη, του λιμανιού και του σαλονιού μαζί. Μια ποιότητα που την είχε χτίσει μόνη της, μέσα από τα λάθη της, μέσα από τις ακρότητες της, μέσα από τη δύναμή της. Είχε μία σοφία χαρωπή και ανέμελη, χωρίς να παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά.

Η Βάνα έλεγε κάτι νερόβραστα και η Άννα την κοιτούσε χωρίς να τη βλέπει. Έτσι θα ήταν χωρίς τη Ζωή... Με καλά, γλυκά κορίτσια, πρόθυμα να γίνουν φίλες της αλλά που δεν είχαν καθόλου σπίθα. Βαριόταν, βαριόταν απίστευτα. Έτσι θα ήταν. Βαρετά, χωρίς το πιπεράτο χιούμορ της Ζωής, χωρίς τα τσιτάτα της. Και χωρίς την αγάπη της. Γιατί είχε θυσιάσει τη Ζωή για έναν άντρα- που τώρα το έβλεπε- δεν αγαπούσε καν;   Για έναν ανόητο νάρκισσο που δεν την είχε επίσης αγαπήσει ποτέ; Χαχα, μωρέ, σαμπάνια έπρεπε να ανοίξει... Και με την προδοσία της, καλό της είχε κάνει η Ζωή. Απίστευτο, αλλά έτσι ήταν.

Και θα έφερνε και τον Μάρτιν! Πόσο της είχε λείψει... Πόσο είχε πεθυμήσει τα χνουδωτά φιλιά του, το σωματάκι του που κούρνιαζε δίπλα στο δικό της. Η Άννα ένιωσε σαν να ήταν ξεριζωμένη και γύριζε σιγά σιγά στην πατρίδα. Κοντοζύγωνε στους δικούς της. Γιατί η Ζωή και ο Μάρτιν ήταν οι δικοί της. Η ιδιότυπη οικογένειά της.

" Και βρήκα αυτό το κολάν, που όσο και να ιδρώσεις δεν ..." έλεγε η Βάνα και η Άννα ανεβοκατέβαζε το κεφάλι χωρίς να ακούει. Ακόμα και ο Αλεξανδράκης, είχε μπει σε μια γωνιά του μυαλού της, ειχε συρρικνωθεί ως σκέψη, μπροστά στη χαρά της συνάντησης με τη φίλη της. Δέξου τους φίλους με τα ελαττώματά τους δεν λένε; Θα δεχόταν τη Ζωη με τα ελαττώματά της. Δεν είχε και πολλά... Μια απίστευτη ικανότητα να γοητεύει. Αυτό ήταν το ελάττωμά της. Πως να αντισταθεί και ο μπουχέσας ο Δημήτρης; 

" Βάζω πάντα αντιηλιακό...επειδή, ξέρεις, είμαι έξω διαρκώς" συνέχιζε η Βάνα.

Θεέ μου, πόσο διαφορετικά ήταν όλα. Ακόμα και αυτά τα γυναικεία, η φίλη της τα εμπλούτιζε με μια νοστιμιά. Ενώ η Βάνα με μια ανοστιά...

Αν ο Αλεξανδράκης μπορούσε να μιλήσει μαζί της χωρίς να πεθάνει από την πλήξη, άξιζε τον θαυμασμό της Άννας. Πως την άντεχε; Ή ίσως δεν την άκουγε ο Αλεξανδράκης τη Βάνα. Τη φιλούσε πριν μιλήσει και γλίτωνε και τη βαρεμάρα. Ή δεν καταλάβαινε πως ήταν βαρετή. Ή δεν τον ένοιαζε...

Έλεος, σκέφτηκε, ας σταματήσει να μιλάει. Της ήρθε να βάλει ένα από τα μικρά ντόνατς στο στόμα της Βάνας. Μία σκέψη από εκείνες που μόνο η Ζωή θα μπορούσε να κάνει. Θα της έβαζε ένα πώμα στο στόμα, να σταματήσει να λέει κοινοτοπίες. Αχ, αν δεν ταιριάζεις με έναν άνθρωπο, πόσο ανυπόφορη είναι η επικοινωνία... Ενώ άμα ταιριάξεις, ακόμα και η σιωπή είναι διδακτική. Ακόμα και η σιωπή του είναι μαγική. 


Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now