Κεφάλαιο 54

1.5K 153 3
                                    

Η Άννα κατευθυνόταν προς τη μεγάλη σάλα για να βοηθήσει στο στόλισμα, όταν λίγο πριν στρίψει στον διάδρομο, άκουσε τη φωνή της Ελισσάβετ, συνωμοτική και ψιθυριστή, να μιλάει στον Αλεξανδράκη. Κρύφτηκε σύριζα στον τοίχο, προσπαθώντας να γίνει αόρατη από την οπτική γωνία των δύο άλλων και κράτησε την αναπνοή της όταν άκουσε να αναφέρεται το όνομά της:

" Ποια είναι αυτή η Άννα, και από που και ως που τέτοια κολλητηλίκια με τη μάνα σου"

" Νοσοκόμα της είναι, τι κολλητηλίκια... Λογικό δεν είναι να είναι μαζί;"

" Την κατάφερε μέσα σε μία μέρα να πάει βόλτα, την έπεισε μέχρι να έρθει στο πάρτι!"

" Καλό δεν είναι αυτό; Νομίζω πως αυτό είναι το ζητούμενο!" την υπερασπίστηκε ο Αλεξανδράκης.

" Ζητούμενο είναι να εκτελεί χρέη νοσοκόμας και όχι να το παίζει φιλαράκι σε μία ηλικιωμένη"

" Οτιδήποτε λειτουργεί καλά δεν το αλλάζουμε, Ελισσάβετ μου" είπε εκείνος ήπια. " Νομίζω ο Τσώρτσιλ το ' λεγε"

" Ήρθε μία ξένη και μέσα σε 24 ώρες έχει κάνει κονέ  με την πιο δύσκολη γυναίκα του κόσμου- συγγνώμη κιόλας που είναι μάνα σου. Δεν σου φαίνεται ύποπτο;"

" Καθόλου"

" Εμένα μου φαίνεται πολύ ύποπτο. Αυτή η χαμηλοβλεπούσα πρέπει να είναι πολύ καπάτσα. Μας δουλεύει όλους και σε λίγο θα δούμε, ποιος ξέρει τι, αποτελέσματα..."

" Σε βρίσκω υπερβολική και μάλιστα χωρίς λόγο"

" Όχι" τον έκοψε η άλλη. " Το ένστικτό μου μού λέει πως αυτή η Άννα θα μας φέρει μπελάδες. Υπάρχει κάτι στον τρόπο της που με ενοχλεί. Αυτή η ήπια τάχα μου φωνή, το αθώο τάχα προσωπάκι της. Χαρακτηριστικά που έχουν τα μεγάλα πουτανάκια, αυτά που δεν φαίνονται πως είναι πουτανάκια"

" Ελισσάβετ, παρεκτρέπεσαι..." είπε εκείνος. " Πρέπει να φύγω, έχω να ξεφορτώσω τις προμήθειες. Το παιδί έχει φάει στα Γιάννενα, τώρα βγήκε να βρει την Βάνα, θέλει να ανέβει στο πουλάρι"

" Μην αλλάζεις θέμα, Γιάννη. Θέλω να είμαστε όπως παλιά... Αυτή θα αποδιοργανώσει τη μαμά σου και θα έχουμε θέματα"

" Ελα, βρε, Ελσα μου"

Σιώπησαν για λίγο. Η Άννα είχε την παράλογη ιδέα πως αγκαλιάστηκαν.

" Μου λείπεις" άκουσε την Ελισσάβετ να λέει πνιχτά. " Πόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε μόνοι..."

Εκείνος δεν μίλησε. Η Άννα κόλλησε ακόμα πιο πολύ στον τοίχο. Ένιωθε πως είχε εν αγνοία της πέσει πάνω σε μία τρομερά αποκαλυπτική συζήτηση και παρόλο που ήταν κάπως ανάρμοστο να κρυφακούει δεν μπορούσε να αντισταθεί στο να μείνει εκεί στυλωμένη, με τα αυτιά της να ρουφάνε όλες αυτές τις περίεργες λεπτομέρειες, όλες τις ανυπόστατες δηλώσεις της Ελισσάβετ εις βάρος της. Τι χαρακτηρισμοί ήταν αυτοί.... Ήταν δυνατόν να τη θάβει χωρίς να έχει κάνει τίποτα το μεμπτό; Σαν αστραπή πέρασε από το κεφάλι της Άννας η σκέψη πως ίσως η Ελισσάβετ είχε δει το " αγκάλιασμα" της με τον Αλεξανδράκη εκείνο το βράδυ. Αν όντως είχε δει κάτι, ήταν λογικό να προβεί σε τέτοια φρικτά συμπεράσματα για την ηθική της. Γιατί το πράγμα είχε ξεφύγει εκείνη τη βραδιά, σε βαθμό, που όντως άφηνε υπόνοιες για χαλαρότητα ηθών της Άννας. Ξαφνικά ένιωσε ντροπή. Ένιωσε εκτεθειμένη, ανόητη, επιπόλαιη... Σκέψου τι θα πίστευε και ο Αλεξανδράκης... Ειδικά τώρα που η Ελισσάβετ έλεγε αυτά που έλεγε... Και τι ήταν όλα αυτά; Γιατί η Ελισσάβετ του είπε πως της έλειπε;

Η Άννα ένιωθε να ζαλίζεται. Είχε πέσει σαν ένα αθώο ούφο, σε έναν πλανήτη γεμάτο δύσκολους ανθρώπους. Σε έναν πλανήτη, όπου οι σχέσεις διαπλέκονταν περίεργα. Σχεδόν άρρωστα...

Ξερόβηξε και έκανε ένα βήμα μπρος...

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora