Πως γυρίζει τούμπα η ζωή σε μερικά λεπτά... Ποιος άνεμος φυσάει και τα σαρώνει όλα, τα διαλύει όλα, τα ανατρέπει όλα, σκεφτόταν η Άννα ενώ το τζιπ της Ελισσάβετ έπαιρνε βαριά τις στροφές, καθώς κατέβαιναν προς τα Γιάννενα. Ήταν πίσω με το παιδί αγκαλιά, η μία στο προσκέφαλο, η άλλη στα πόδια του. Και ήταν η Ελισσάβετ αγνώριστη από την αγωνία, λες και η έγνοια για την υγεία του παιδιού της την είχε γεράσει σε λίγα λεπτά.
" Τι το 'θελε το άλογο..." μονολογούσε η Ελισσάβετ, ξανά και ξανά, μονότονα μέσα στη θλίψη της.
" Ένα ατύχημα έγινε, θα περάσει, θα περάσει..." παρηγορούσε και η Άννα μονότονα την ανήσυχη μάνα.
Ο Αλεξανδράκης οδηγούσε γρήγορα, κοφτά. Μπορεί και επικίνδυνα. Είχαν τρέξει όλοι μαζί στο πλάτωμα και βρήκαν τη Βάνα να χτυπιέται πάνω από το πεσμένο παιδί, " Εγώ, εγώ φταίω" έλεγε. Η Άννα είδε το παιδί ζαλισμένο, χαμένο σε μία λιποθυμιά περίεργη και το πλησίασε αποφασιστικά. " Μην το κουνάτε, καθόλου! Καθόλου" κραύγασε και εξέτασε στα πεταχτά τα μέλη του παιδιού, το κεφάλι του, απαλά τον αυχένα. Είχε χτυπήσει το παιδί, αναμφίβολα, αλλά πόσο σοβαρά ήταν; Η Άννα έκανε όσα ήξερε να κάνει, χρησιμοποιώντας την κλίμακα Γλασκώβης και σύντομα κατάλαβε πως αν και το παιδί δεν είχε τις αισθήσεις του, ίσως τα πράγματα να μην ήταν αναπανόρθωτα άσχημα. Έπρεπε ωστόσο το παιδί να μεταφερθεί, να εξεταστεί από Νευροχειρουργό.
" Πρέπει να τον σηκώσουμε μονοκόματα, χωρίς να κουνηθεί ο αυχένας" είπε σαν πρόσταγμα και οι άλλοι τρεις βουβάθηκαν. " Αν έχει χτυπήσει στον αυχένα, μπορεί να του δημιουργήσουμε εμείς το πρόβλημα, οπότε πρέπει να κάνουμε συντονισμένες κινήσεις". Όλο το προσωπικό είχε τρέξει πλάι τους, κάποιος έφερε ένα κομμάτι ξύλου, ή ίσως νοβοπάν, τέτοια ώρα τέτοια λόγια, σκέφτηκε η Άννα. Αν καλούσε ασθενοφόρο θα αργούσαν. Είχε αποφασίσει σε δευτερόλεπτα να πάρει την ευθύνη: " Θα τον μεταφέρουμε εμείς, αναλαμβάνω εγώ..." είπε.
" Θα καλέσουμε ασθενοφόρο" είπε ο Αλεξανδράκης. " Δε θα ρισκάρουμε την υγεία του Αλέξανδρου" κατέληξε επιθετικά. Η Άννα τσιτώθηκε με το ύφος του. Ήταν σαν να είχε μπει ανάμεσά τους ολόκληρη οροσειρά, σαν να είχαν περάσει χιλιετίες από τη στιγμή που ο ένας ήταν μέσα στον άλλον.
" Θα έρθει Πούμα να τον πάρει" στρίγκλισε η Ελισσάβετ με τη φωνή της να βγαίνει άγρια από το φόβο. "Η ασφαλιστική μας το καλύπτει, δεν ήξερα πως θα χρειαζόταν ποτέ να το χρησιμοποιήσω" Είχε πέσει πάνω στον Αλέξανδρο, κάνοντας γέφυρα με το σώμα της. Ήταν μία άλλη Ελισσάβετ, τσακισμένη, συμπαθητική. " Αλεξανδράκο, μίλα μου, μίλα μου..."
" Αν οδηγήσετε εσείς θα πάμε πιο γρήγορα και από ασθενοφόρο και από το ελικόπτερο. Νομίζω πως το παιδί δεν έχει κάτι παραπάνω από μία διάσειση" είπε στον Αλεξανδράκη η Άννα.
" ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΓΙΑΤΡΟΣ" ούρλιαξε η Ελισσάβετ και όλοι υποχώρησαν ασυναίσθητα.
" 'Ημουν δύο χρόνια σε Νευροχειρουργ..."
" Θα πάμε εμείς το παιδί" είπε ο Αλεξανδράκης και πρόσταξε τον Παύλο να τον βοηθήσει με το αυτοσχέδιο φορείο. " Μαλακά, τον σηκώνουμε με το τρία..." Βάλανε το παιδί στο πίσω μέρος του τζιπ, η Άννα γλίστρησε στα πόδια του και η μητέρα δίπλα στο κεφάλι.
Είχε πια περάσει αρκετή ώρα, μέσα στο αυτοκίνητο που ήταν ξέχειλο από την αγωνία όλων. Λες και ο Θεός τους λυπήθηκε, ο μικρός αναστέναξε και μετά μίλησε ολοκάθαρα: " Μαμά, το κεφάλι μου...."
" Μην κουνιέσαι καθόλου αγόρι μου" είπε καθησυχαστικά η Άννα. " Προσπάθησε να μην ανασηκώσεις το κεφαλάκι σου' ίσιος να μείνεις ξαπλωμένος, σαν χάρακας"
Η Ελισσάβετ άρχισε να κλαίει από το στρες και από την ανακούφιση. " Ναι, αγοράκι μου, κάνε ό,τι σου λέει η Άννα"
" Γιατί είμαστε στο τζιπ;" απόρησε το αγόρι.
" Είναι καλά" είπε ψιθυριστά η Άννα απευθυνόμενη στην Ελισσάβετ. " Καταλαβαίνει που είμαστε, καταλαβαίνει..."
" Μεγάλε, σε πάμε μία βόλτα στα Γιάννενα..." είπε βροντερά ο Αλεξανδράκης. " Μία ματιά να σου ρίξουν οι γιατροί και φύγαμε γρήγορα πίσω"
" Θυμάσαι που έπεσες;" ρώτησε η Ελισσάβετ σκύβοντας πάνω από το κεφάλι του παιδιού.
" Εεεε, όχι" είπε το αγόρι μπερδεμένο.
" Είναι λογικό να μην θυμάται, μην ανησυχείς" έσπευσε να πει αμέσως στην Ελισσάβετ η Άννα.
" Φτάνουμε στην Αρίστη, μεγάλε, κρατήσου να σπινάρουμε..." είπε, προσπαθώντας να κάνει πλάκα, ο Αλεξανδράκης, αλλά το παιδί παρέμεινε βουβό.
Η υπόλοιπη διαδρομή κύλησε μέσα στη σιωπή. Η Άννα ένιωθε πως το κορμί της ήταν σε σοκ. Από την απόλυτη ηδονή είχε περάσει στην απόλυτη ένταση. Πως γίνανε όλα αυτά; Πως είχε βρεθεί από την κατάσταση μιας ερωτικής πολιορκίας, να εκτελεί τα χρέη της νοσοκόμας σε ένα μικρό παιδί καθ' οδόν για ένα νοσοκομείο; Πως άνοιξαν την πόρτα στην τρελαμένη από το φόβο Ελισσάβετ, πως τρέξανε στο παιδί, με τα σώματά τους ακόμα να πάλλονται από την έκρηξη του πόθου τους. Ακόμα δεν είχε συνέλθει εκείνη... Ακόμα το σώμα της είχε μείνει πίσω, στο διαμέρισμα, κολλημένο στην πόρτα, κάτω από το κορμί του και ας ήταν το μυαλό της έτοιμο να εκτιναχτεί από το στρες της ευθύνης, εδώ, μέσα στο αυτοκίνητο, με την Ελισσάβετ να γέρνει πάνω από τον γιο της και τον Αλεξανδράκη να οδηγεί σαν τρελός.
Ήταν όλα θαμπά, μέσα σε αχλή, περίεργα ασαφή και ταυτόχρονα πολύ έντονα. Οι εικόνες, τα δέντρα στο πλάι του δρόμου, τα φώτα του αυτοκινήτου που δίνανε δύο φωτεινές γραμμές μπροστά τους, το παιδί πάνω στο φορείο, πάνω στο κάθισμα, με τα μάτια του ανοιχτά αλλά κοκαλωμένα από το φόβο
" Ας φτάσουμε..." είπε η Ελισσάβετ, " ας φτάσουμε πια..."
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...