Έξω είχε αρχίσει να χιονίζει για τα καλά. Ήταν ωραία εκεί, στον καναπέ του λόμπι, με τα ξύλα στο μεγάλο τζάκι να καίνε, τα φωτάκια στο τεράστιο δέντρο να αχνοσβήνουν και μετά να ξανανάβουν σαν φλασιές, και τον Γιώργο να λέει αστεία, ανεξάντλητος σε κέφι, ζεστός σε διάθεση, κουρδισμένος από τα μπράντι που είχε καταναλώσει. Όλα μοιάζανε...οικογενειακά στη θαλπωρή τους, οικεία, και η Άννα επιτέλους χαλάρωσε.
" Βρε συ, έφαγες;" τον ρώτησε ξαφνικά.
" Δυο πατσαβουρόπιτες και τρεις μερίδες κολοκυθόσουπα, πέντε μπριός, πέντε- έξι κομμάτια παρμεζάνας και άλλο τόσο ροκφόρ. Έσβησα την αλμυρή γεύση με μία καταπληκτική πουτίγκα... Είχα απελπιστεί να σε περιμένω, έπνιξα τον πόνο μου στο φαγητό. Εσύ έφαγες; Σαν να μου φαίνεσαι πολύ πιο αδύνατη από προχθές, αλλά μόνο αν σε δω γυμνή θα μπορώ να πω με σιγουριά αν πρέπει να πάρεις κανά κιλάκι"
" Χα, χα, όχι, δεν έφαγα και η αλήθεια είναι πως δεν πεινάω"
" Δεν έχω βάλει ποτέ το ΔΕΝ μπροστά από το ρήμα ΠΕΙΝΑΩ. Εγώ πεινάω διαρκώς. Κρίμα που η τραπεζαρία έχει κλείσει, θα χτυπούσα ακόμα ένα κομμάτι πουτίγκα αλλά θα αρκεστώ σε σένα, είσαι το ίδιο γλυκιά"
" Αχ. βρε, Γιώργο, τι ταλέντο είναι αυτό που έχεις..., να κάνεις τους ανθρώπους να γελούν"
" Καμιά φορά οι άνθρωποι γελούν μαζί μου χωρίς να κάνω προσπάθεια' μόνο με το που με βλέπουν. Πάντα ήμουν μεγάλος καραγκιόζης" είπε ο Γιώργος, και η ματιά του φάνηκε θλιμμένη. " Δε βαριέσαι, ο καθένας πολεμάει με όποια όπλα έχει την απελπισία του..."
" Έχεις φτάσει εσύ ποτέ στην απελπισία;;;" είπε δύσπιστα η Άννα.
Ο Γιώργος έσφιξε θεατρικά το κασκόλ του φορούσε σαν να ήταν θηλιά, σαν να ήταν βρόγχος από σκοινί: " Άπειρες φορές.... Όχι μονο στην απελπισία, πολύ πέρα από την απελπισία. Δε θυμάμαι ποιος το πε, ίσως ο Γιάλομ: Μόνο αν φτάσεις στην απελπισία, μπορείς να φτάσεις κάποτε στην αυτογνωσία..."
Η Άννα θυμήθηκε τα δικά της' την αδελφή της' τα όσα είχε περάσει και ήπιε απανωτά δύο τρεις γουλιές από το ποτό της για να ξεπλύνει τη στυφή της γεύση. Και η ίδια είχε φτάσει στην απελπισία, όμως πόσο ήξερε τον εαυτό της; Οι τελευταίες μέρες της είχαν αποδείξει πως δεν είχε ιδέα για τις βαθύτερες ανάγκες της, δεν είχε ιδέα για το πόσο περίεργα μπορούσε να αντιδράσει σε κάποιες "ειδικές" συνθήκες. Είχε πάθει πλάκα με τις ίδιες τις αντιδράσεις της.. .
" Ιδώ ίσι;" άκουσε τη φωνή της Γιώτας πίσω από τον ώμο της. " Ουραία, χαλαρώνς, αλλά σου αξίζ' , έμαθα πως το φτασες μια χαρά το παιδάκι μας στο νοσοκομείο, τι λαχτάρα πάθαμι όλοι, μπροστά στα μάτια μας να πέσει του πιδί...' είπε η καμαριέρα και θρονιάστηκε στον καναπέ δίπλα της. Έριξε μια ματιά, κάτω από τα βλέφαρά της, σκαναροντας τον Γιώργο, από πάνω ως κάτω: " Συγγνώμη, σας διακόπτου κιολας, δεν γνουρίζω και τον κύριου..."
" Γιώργος Παπαδόπουλος..., φίλος της Άννας" συστήθηκε ευγενικά ο Γιώργος και ανασηκώθηκε για να πιάσει το χέρι της Γιώτας σε χειραψία. Η Άννα παρατήρησε πως η Γιώτα κοκκίνισε απο αμηχανία. Τράβηξε το χέρι της βιαστικά και είπε: " Εχουν σκάσει και τα χέρια μου από τα νερά και τα πλυσίματα, γέμισαν χιονίστρες, θα σας έγδαρα, εσείς πολύ απαλά χέρια έχιτι..."
" Μια χαρά ήταν τα χεράκια σας" είπε ο Γιώργος. " Και εσείς μια χαρά είστε..." συμπλήρωσε και το πρόσωπο της Γιώτας φωτίστηκε. Η Άννα ένιωσε την καρδιά της να λιώνει από συμπάθεια' τι θέλουν οι άνθρωποι, έναν καλό λόγο θέλουν και ανθίζουν, και ο Γιώργος ήταν καλός στο να κάνει τους άλλους να ανθίζουν. " Σας αφήνω να πιείτε τα ποτάκια σας, εγώ θα πάω να ξεραθώ, ψόφησ' στην κούραση σήμερις, αλλά δεν μπορούσα να μην πάου και ένα χαμομηλάκι στη Βάνα, τέτοιο τραμπάκουλο που παθε, το πήγα, το ήπιε, την σκέπασα, ηρέμησε η καημέν', μεγάλη λαχτάρα πέρασι, αφού και η κυρία Λέλα, μόλις τα μαθι, με τη Βάνα τα βαλε: "Που είχε το μυαλό τς, είπε, η Βάνα;" αλλά ο κύριος Αλεξανδράκς την ηρέμησι τη Βάνα, κάθισι δίπλα τς, εκεί φύλακας άγγελος, όταν θέλει έχει χρυσή καρδιά το αφεντικό, σκύλος που γαυγίζ' και δεν δαγκών'..."
Τους χαιρέτισε και έφυγε, με βαριά κουρασμένα βήματα.
¨Συμπαθητική γυναικούλα' είπε ο Γιώργος. " Άμα την έφτιαχνε κιόλας κάποιος, της έκανε το σωστό στάιλινγκ, θα γινόταν και νόστιμη' μην πω και ωραία..."
Η Άννα συμφώνησε αφηρημένη. Το μυαλό της είχε κολλήσει στη φράση της Γιώτας' είχε μείνει ο Αλεξανδράκης δίπλα στη Βάνα; Ένα κύμα ζήλιας, καυτό σαν λάβα, της έκαψε την καρδιά.
" Πάμε για ύπνο, Γιώργο;" ρώτησε βαρύθυμα. " Είμαι πτώμα, και φαντάζομαι πως θα είσαι και εσύ"
" Αν είναι να πάω στο δωμάτιό μου, ναι, είμαι πτώμα... Αν με καλέσεις στο δικό σου όμως, δεν είμαι καθόλου, είμαι ανθηρότατος. Και αν πάω στο δωμάτιο της Βάνας, θα γίνω παιδαρέλι, θα γίνω ταύρος, θα σπάσω όλα τα ρεκόρ της αντοχής..." γέλασε εκείνος.
" Άσε, σε προλάβανε άλλοι" είπε πικρά η Άννα και στράγγιξε το ποτήρι της.
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...