Μπήκε στο δωμάτιό της με τα μέλη της λυμένα, χαλαρά, με την ψυχή της ξαλαφρωμένη, με την καρδιά της ζεσταμένη. Όλα είχαν μπει στη θέση τους, η Ζωή είχε μπει πάλι στη ζωή της' καλή νεράιδα ξανά, αδελφή της ξανά, οικογένεια ξανά... Η Άννα δεν μπορούσε να ελπίζει σε τίποτα παραπάνω τώρα, μετά από τη συμφιλίωση με τη φίλη της- που αποδεικνυόταν για ακόμη μία φορά η " απόλυτη" φίλη-, μετά από τα υπέροχα, γεμάτα γλύκα, φιλιά του Αλεξανδράκη. Ξεβάφτηκε και μπήκε κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμα, νιώθοντας επιτέλους πως τα είχε όλα στη ζωή, πως τα "συν" της ήταν πολύ περισσότερα από τα "πλην", πως η χαρά νικούσε για πρώτη ίσως φορά τη θλίψη της. Και είχε η ψυχή της το ευχάριστο ξάφνιασμα που θα είχε η ψυχή ενός ανθρώπου που έχει για χρόνια αρκεστεί σε ψίχουλα ευτυχίας και ξαφνικά βρίσκεται με ένα μοσχομύριστο τεράστιο καρβέλι. Για λίγα λεπτά τρεμούλιασε καθώς σκέφτηκε πως για πρώτη φορά είχε πολλά να χάσει, καθώς ήταν πρωτόγνωρο γι' αυτή το να βρίσκεται από την πλευρά των ευνοημένων της ζωής. Ήταν εξωφρενικά υπέροχη αυτή η αίσθηση, η αίσθηση πως ήταν επιθυμητή, πως ήταν αγαπητή, πως την περιτριγύριζε ένα κουκούλι ασφάλειας και αποδοχής. Αλλά ήταν και τρομακτική. Ένιωθε σαν να κουβαλούσε εκατομμύρια μέσα σε ρηχές τσέπες. Πότε θα χαλούσε όλο αυτό το πανέμορφο σκηνικό, πότε θα της γλιστρούσε από την τσέπη η φρέσκια ευτυχία; Αύριο; Μεθαύριο; Σε λίγους μήνες... Πόσο ήθελε να κρατήσει για πάντα! Πόσο δύσκολο θα ήταν να κρατήσει κάτι τόσο εύθραυστο αναλλοίωτο για πάντα για πάντα...
Ο Γιώργος είχε καλέσει για ένα τελευταίο ποτό τη Ζωή και η Άννα τους είχε αφήσει στο λόμπι να φλερτάρουν καθώς εκείνη ήθελε να απομονωθεί για να απολαύσει όσο το δυνατόν νωρίτερα τη θύμηση του Αλεξανδράκη. Τώρα, κάτω από τα σκεπάσματα, είχε αφεθεί στη γλυκιά αναπόληση των στιγμών που είχε μοιραστεί μαζί του. Η κούραση την νίκησε και αφέθηκε σε έναν ήρεμο ύπνο, απαλλαγμένο από κάθε μορφή έντασης, όταν την ξύπνησε από κάπου μακριά το γέλιο της Ζωής.
Θα τα πίνουν, σκέφτηκε, και χαμογέλασε. Μπορούσε να φανταστεί τον Γιώργο να ξεδιπλώνει όλο το οπλοστάσιο του χαριτωμένου τζέντλεμαν και τη Ζωή να ανταποκρίνεται με εκείνον τον γνωστό γοητευτικό τρόπο της. Γύρισε πλευρό όταν το γέλιο της Ζωής ξανακούστηκε. Δεν ήταν δυνατόν το γέλιο της να φτάνει ως εδώ από το λόμπι, στα σίγουρα ο Γιώργος την είχε βγάλει έξω, στη νύχτα, με σκοπό ίσως να την ξεμοναχιάσει. Συγκεκριμένα, οι φωνές τους ακουγόταν πνιχτές και διακόπτονταν από το κακάρισμα της Ζωής, που ακουγόταν περίεργα κοντινό. Νικώντας την κούρασή της, η Άννα έστησε αυτί. Καθώς εντόπιζε την πηγή των ήχων, κατάλαβε πως ουσιαστικά οι δύο φίλοι της ήταν ακριβώς κάτω από το παράθυρό της. Ανασηκώθηκε κατεργάρικα, παρά τη νύστα της, με σκοπό να ανοίξει το παράθυρο απαλά και να τους κάνει πλάκα.
Μετά άκουσε τη φωνή του Αλεξανδράκη και το ενδιαφέρον της πια έγινε ακόμα πιο έντονο, σχεδόν επιτακτικό. Ξυπόλητη, με το νυχτικό, άνοιξε το παράθυρο όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα και έσκυψε για να δει.
Και είδε. Η Ζωή ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο, καπνίζοντας ανέμελα, με τη γούνα της να πέφτει επιτηδευμένα, όπως συνήθως, στους ώμους, ενώ το χιόνι έπεφτε αρκετά πυκνό για να αφήνει άσπρα πούπουλα πάνω στα μαλλιά της. Απέναντί της ο Αλεξανδράκης, με το ένα πόδι διπλωμένο πίσω από το άλλο, σε μία στάση περίπου στρατιωτικής ακαμψίας, της μιλούσε. Η Άννα έσκυψε όσο μπορούσε, προκειμένου να εντοπίσει και τον Γιώργο αλλά δεν τον είδε. Τεντώθηκε όσο μπορούσε και σάρωσε περιμετρικά όλη την αυλή, μέσα από τη θολούρα του χιονιού που της έκοβε την ορατότητα. Της ήρθε να φωνάξει: " Γιώργο, εμφανίσου! Εμφανίσου σε παρακαλώ...", απελπισμένα, δυνατά. Αλλά αντί για αυτό, έμεινε να κοιτάζει τη φίλη της και τον εραστή της, προσπαθώντας να ακούσει τα λεγόμενά τους, πνίγοντας την ανάσα της ώστε να βελτιώσει την ακοή της. Ένιωθε τις πατούσες της να ηλεκτρίζονται ξυπόλυτες από το κρύο και από την ένταση, ένιωθε το κορμί της έτοιμο να σπάσει... Ίσως να ήταν όνειρο όλο αυτό, ένα χαζό όνειρο, ένας ύπουλος εφιάλτης που θέλησε να μπλεχτεί στα ευτυχισμένα της όνειρα, που θέλησε να χαλάσει τον ευτυχισμένο της ύπνο.
Αλλά όχι...
Είδε τον Αλεξανδράκη να στηρίζει το χέρι του στον τοίχο, να πλησιάζει το πρόσωπο της φίλης της, να λέει κάτι στο αυτί της. Ναι, αυτό είδε, μέσα από την άσπρη μουτζούρα της χιονόπτωσης. Εκείνος φορούσε μόνο το πουκάμισό του, που στα σίγουρα θα είχε βραχεί και η Άννα ένιωσε αυτό το μούσκεμα να φτάνει ως τη δική της καρδιά και να την παγώνει.
Δεν κρύωνε; Δεν ένιωθε το κρύο; Ήταν η ανάγκη του να μιλήσει με τη Ζωή τόσο έντονη ώστε διακινδύνευε ακόμα και μία πνευμονία; Ήταν η ανάγκη του να το παίξει σκληρός άντρας στη Ζωή πιο μεγάλη και από την προστασία του από το τσουχτερό κρύο του ξημερώματος;
Η Άννα δάγκωσε την παλάμη της για να μην τσιρίξει. Ήθελε να πάρει οτιδήποτε, ένα λαμπατέρ, ένα σφυρί, μία πολυθρόνα και να τη ρίξει από το παράθυρό της για να διαλύσει αυτή την πληγιαστική εικόνα. Για να τους κάνει να χωριστούν, να διαλυθούν, να εξαφανιστούν. Η Ζωή ξαναγέλασε και η Άννα ένιωσε σαν να της δάγκωσε τα φυλλοκάρδια ένα φαρμακερό φίδι.
Μετά, καθώς εκείνη προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ, τους είδε να απομακρύνονται πλάι πλάι, πηγαίνοντας προς την είσοδο του ξενοδοχείου. Η Ζωή περπατούσε αεράτα πάνω στις μπότες της, εκείνος βαριά και αντρικά. Κορδωμένα! Φυσικά, με τέτοιες τακουνάρες που φορούσε, εκείνη σκόνταψε γλιστρώντας πάνω στο γλιστερό από την παγωνιά έδαφος, και εκείνος της πρόσφερε το μπράτσο του για να στηριχθεί με ταχυδακτυλουργική γρηγοράδα.
Η Άννα δεν μπορούσε να δει τίποτα παραπάνω, καθώς οι δυο τους έστριψαν και χάθηκαν πίσω από τον τοίχο του ξενοδοχείου.
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...