Είχε ζήσει ποτέ μεγαλύτερη ευτυχία; Είχε ζήσει ποτέ μεγαλύτερη γλύκα; Αυτό είναι ο έρωτας, αυτό! Αυτό!
Τα χέρια του πάνω της.
Το στόμα του στο στόμα της.
Η μυρωδιά του.
Όλες οι μουσικές του κόσμου μπήκαν στα αυτιά της, όλη η χαρά της ζωής ήρθε και τη συνάντησε την ώρα που εκείνος μπήκε μέσα της, τρυφερά, αποφασιστικά, βίαια αλλά και τόσο απαλά. Ο ρυθμός τους εναλλάσσονταν, από τις απότομες κινήσεις που ο άγριος πόθος επιβάλλει μέχρι το ήσυχο λίκνισμα των γοφών τους, τις στιγμές που κατέβαιναν από τον οργασμό τους, εξαντλημένοι από την πολλή χαρά, εξουθενωμένοι από την πολλή ηδονή. Τότε αυτός της τραγουδούσε ξανά, τραγούδια που δεν είχε ξανακούσει, τραγούδια που δεν ήξερε πως υπήρχαν, κοντά στο αυτί της, γινόταν μαλακός και χαδιάρης, σαν να έκανε διάλειμμα στην ορμή του και μετά ξανάρχιζε άγρια, επιθετικά, σχεδόν βάναυσα, λες και διψούσε για το αίμα της και για το δέρμα της. Την κατάπινε ολόκληρη και την ξερνούσε πάνω στο κρεβάτι και μετά την ξαναμάζευε τρυφερά, επουλωτικά. Κάποια στιγμή της τράβηξε τα μαλλιά μακριά από το μέτωπό της και μέσα στο μισοσκόταδο την κοίταξε χαμογελώντας, λες και χαιρόταν που την έβλεπε απλώς, λες και χαιρόταν με την εικόνα του προσώπου της. Και αμέσως μετά την αγκάλιασε σφιχτά, με το πρόσωπό του χαμένο μέσα στα μαλλιά της, σαν να είχε βρει κάτι πολύτιμο που το είχε χάσει.
Κοιμήθηκε στη γούβα της μασχάλης του, κουρασμένη και, μαζί, πιο ξεκούραστη από ποτέ, βουλιάζοντας απαλά σε έναν ύπνο γαλήνιο, με την ψυχή της χορτασμένη από γλύκα. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο μελένιο, ρευστό, όπου όλα ήταν ασφαλή και χωρίς αιχμές.
Όταν ξύπνησε ξημερώματα δεν τον βρήκε κοντά της.
Έψαξε με το βλέμμα στο σκοτάδι, και μετά, ξανακοιμήθηκε. Δεν της έλειπε, δεν τον ήθελε δίπλα της, είχε χορτάσει' ένιωθε καλυμμένη, αγαπημένη, καλομαθημένη' ήθελε μόνο να αφεθεί στη χαρά του ύπνου της' να αφήσει το κορμί της στην απολαυστική πέψη όλης αυτής της χορτασιάς.
Το πρωί ήταν εύκαμπτη, κεφάτη, χουζουρλού. Της φάνηκε απολαυστική η αίσθηση του σανιδιού κάτω από το πέλμα της, το σαπούνι, όταν πλύθηκε, μύριζε πιο έντονα, η ζέστη στο δωμάτιο έβγαζε όλη τη θέρμη που είχε μαζέψει από τα κορμιά τους τη νύχτα. Όλα είχαν πολλαπλασιαστεί, αυξηθεί, καλμάρει' όλα μπαίνανε σε μία σοφή ροή, ήταν ευτυχισμένη απόλυτα και χαζά, σαν να είχε αγγίξει χθες το νόημα της ζωής.
Δεν ήθελε να πλύνει το κορμί της, όχι ακόμα.
Ήθελε να αφήσει πάνω της τις δακτυλιές του και τα χάδια του, τα αποτυπώματά του, το σπέρμα του που βρισκόταν παντού πάνω της, στα μαλλιά της, στο δέρμα της, μέσα της.
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...