Μπορεί η καρδιά να ξεχάσει την προδοσία;
Μπορεί να συγχωρήσει;
Μπορούσε η Άννα να ξεχάσει εκείνον τον πόνο, σαν αμείλικτη μαχαιριά, εκείνον τον βαθύ, απλωμένο σε όλη την ψυχή της πόνο, όταν συνειδητοποίησε πως ο πιο αγαπημένος άνθρωπός της την είχε προδώσει τόσο ανέμελα, τόσο εύκολα, τόσο απενοχοποιημένα;
Δεν ήταν ο Δημήτρης αυτός που την είχε μαχαιρώσει' ήταν η Ζωή. Η Ζωή, ο άνθρωπός της, η γυναίκα στα χέρια της οποίας είχε αφήσει την καρδιά της, φαρδιά πλατιά, ανοικτή, χωρίς άμυνες, σίγουρη πως ποτέ δεν θα την πονούσε, ποτέ δεν θα την πλήγωνε. Ω, από τον Δημήτρη τα περίμενε όλα, κατά βάθος. Περίμενε ακόμα και μια τέτοια εξέλιξη, με κάποια άλλη ίσως, ναι, ήταν προετοιμασμένη για μια τέτοια πιθανότητα, για την πιθανότητα να την παρατήσει, να την απατήσει, να την προδώσει. Με κάποια άλλη, όχι με τη Ζωή.
Η Ζωή που την πρόδωσε ενώ της χαμογελούσε, που της έμπηξε το μαχαίρι. Η Ζωή, ενώ της μαγείρευε, ενώ της μιλούσε σαν αδελφή, σαν μάνα, σαν Παναγία, ενώ την φρόντιζε και την διαβεβαίωνε για την αγάπη της, είχε πατήσει την καρδιά της Άννας άτσαλα, με δύναμη, με μια επιπολαιότητα ανήκουστη.
Ήταν η επιπολαιότητα της Ζωής που είχε σοκάρει την ' Αννα, ο εύκολος τρόπος με τον οποίο είχε ενδώσει στον Δημήτρη. Αν είχε προηγηθεί ένας καυγάς τους, μία απόσταση μεταξύ τους, κάτι που να τις είχε απομακρύνει, ναι, μπορεί και να την καταλάβαινε.
Και είχε την ικανότητα, είχε την αποκρουστική ικανότητα, να κρύβεται... Τόσο έντεχνα. Και να συνεχίζει να φέρεται σαν να μην τρέχει τίποτα... Να χαμογελάει στην Άννα, να συνεχίζει να τη φροντίζει ενώ την είχε ξεφτιλίσει, ενώ την είχε γελοιοποιήσει σε έναν ξένο. Γιατί ο Δημήτρης ήταν ένας ξένος' η Ζωή ήταν η οικεία, η οικογένεια, η εστία της καρδιάς της. Τους φανταζόταν μαζί. Εκείνη να γελάει και εκείνος να επαίρεται μέσα του που υπήρξε η "πέτρα του σκανδάλου", ένας πειρασμός ακατανίκητος για τη Ζωή, τόσο ακατανίκητος που την οδήγησε να ξεπουλήσει κάθε ιερό και όσιο, να ξεπουλήσει την Άννα. Δεν ήταν μόνο πληγιαστική μία τέτοια σκέψη, ήταν και εξευτελιστική. Πρόδιδε τη ρηχότητα της Ζωής, και αυτή η ρηχότητα πλήγωνε διπλά την Άννα.
Ο Μάρτιν εξερευνούσε το δωμάτιό της και αυτή του έβαλε κροκέτες για να τον κανακέψει, από αυτές που - πολύ προνοητικά, είναι αλήθεια- είχε κουβαλήσει η Ζωή στα τεράστια μπαγάζια της. Μέχρι άμμο είχε κουβαλήσει μαζί της, μέχρι αμμοδόχο... Ίσως γιατί ήθελε να ξεφορτωθεί τον Μάρτιν, επειδή φυσικά δεν τον αγαπούσε. Γιατί όποια είναι ικανή για τέτοια προδοσία, όποια έχει τέτοια πέτρα για καρδιά, δεν μπορεί να αγαπήσει ούτε ανθρώπους, ούτε ζώα...
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...