Κεφάλαιο 41

1.8K 151 5
                                    

Η Άννα γύρισε στο δωμάτιό της μετά τις δέκα. Η Λέλα Αλεξανδράκη είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να την ταλαιπωρήσει. Πέρα από τα σκέρτσα της και την άρνησή της να λάβει τα χάπια ( ευτυχώς, που τα κατάπιε τελικά...), πέρα από την εκκωφαντική μουσική ( η Άννα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν ένα σαδιστικό παιχνίδι εις βάρος των αυτιών της), η μυρωδιά από τα αρωματικά στικς της είχε προκαλέσει μία βαρβάτη ημικρανία. Κατά τις οκτώ το βράδυ, η Λέλα την αποδέσμευσε με το γνωστό:" Εξαφανίσου, θέλω να κοιμηθώ" και η Άννα βγήκε παραζαλισμένη στην αυλή, καταπίνοντας μεγάλες μπουκιές καθαρού αέρα για να συνέλθει. Αλλά ούτε ο αέρας, ούτε η καταπληκτική σαλάτα που έφαγε στην τραπεζαρία, μόνη στη γωνιά του προσωπικού, ούτε το δυνατό τσάι που ζήτησε από τη Γιώτα, κατάφεραν να ξεκολλήσουν από τα μηνίγγιά της τον φρικτό πονοκέφαλο. Επιπλέον, το μήνυμα της Ζωής την είχε αναστατώσει. Τι θράσος...Να την κατηγορεί πως παράτησε τον Μάρτιν! Σκεφτόταν το ζωάκι της μελαγχολικό, μόνο του στο κρύο διαμέρισμα στην Αθήνα και η μέγγενη που έσφιγγε το κεφάλι της χειροτέρευε σε πίεση, συνέθλιβε το ίδιο το μυαλό της.

Κατάπιε δύο παυσίπονα και λούστηκε μην τυχόν και απαλλαγεί από το βάρος της ημικρανίας. Ξάπλωσε στα σκοτεινά και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ήταν αδύνατον... Ακόμα και όταν ο πόνος μούδιασε, οι σκέψεις της ήταν δυσάρεστες. Η Λέλα είχε δικαιολογήσει- με το παραπάνω!- την κακή της φήμη και η Άννα διένυε μόλις την πρώτη μέρα της δουλειάς. Έτσι θα συνεχιζόταν το πράγμα; Μάλλον... Ένα τρομερό άγχος της τάραξε τα φυλλοκάρδια και μία κανονική κρίση πανικού την κατέβαλλε. Άρχισε να αναπνέει ρυθμικά, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, άνοιξε το παράθυρο. Η ζέστη στο δωμάτιο της προκαλούσε ασφυξία. Ήθελε να βγει έξω στον αέρα, να περπατήσει χιλιόμετρα, για να εκτονώσει την έντασή της. Ήθελε - κυριολεκτικά!- να πάρει τα βουνά! Έριξε το χοντρό μπουφάν πάνω από το νυχτικό της και βγήκε από την πόρτα. Η ώρα είχε πια περάσει, και το ξενοδοχείο ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Μία παρέα βρισκόταν ακόμα στο σαλονάκι. Τα γέλια τους και το μουρμουρητό τους έσβηναν καθώς περπατούσε. Απέφυγε να περάσει από τη ρεσεψιόν και βγήκε από την πόρτα κινδύνου, στην πίσω αυλή. Το βοριαδάκι που φυσούσε την έκανε να συνέλθει κάπως. Κάθισε σε μία μεταλλική καρέκλα, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Μικρά φαναράκια στόλιζαν την αυλή, με φως στο χρώμα του ιώδους. Ο ουρανός ήταν τόσο κοντά στο κεφάλι της που ένιωθε πως την κατάπινε. Η ομίχλη είχε διαλυθεί και τα αστέρια φαίνονταν απίστευτα προσπελάσιμα, απίστευτα κοντά της. Ρούφηξε λαίμαργα το τσιγάρο της και άναψε ακόμα ένα. Ένιωθε πως χρειαζόταν την καταπραυντική δράση της νικοτίνης. Ευχήθηκε να μην έβλεπε κανείς να καπνίζει. Δεν θα ήταν ωραία εικόνα. Η νοσοκόμα που ωρύεται στη Λέλα για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού, να φουμάρει στα μουλωχτά!

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now