Ήταν πια αργά όταν φτάσανε στο Πάπιγκο. Η Άννα κατέβηκε από το αυτοκίνητο και ένα ψιλό χιονόνερο της δρόσισε τα μάγουλα. Τον περίμενε ευγενικά να κλειδώσει το αυτοκίνητο για να περπατήσουν μαζί ως το ξενοδοχείο, νιώθοντας πως δεν θα ήταν σωστό να πάει στο δωμάτιό της, πετώντας του απλώς μία ξερή καληνύχτα. Το σώμα της ήταν χαλαρό από την κούραση και η καρδιά της ήταν άδεια από κάθε συναίσθημα, λες και είχε ζήσει στο μάξιμουμ τις προηγούμενες ώρες όλα τα συναισθήματα, λες και τα είχε καταναλώσει, περνώντας από τον πόθο και την ένταση, στον φόβο για την υγεία του μικρού παιδιού, στο άγχος της να ανταποκριθεί στο ύψος των περιστάσεων ως νοσοκόμα, και μετά, στη γλυκιά αναστάτωση που της προκαλούσε η παρουσία του δίπλα της, στο αυτοκίνητο. Αλλά, τώρα δεν ένιωθε τίποτα. Ένιωθε απλώς εξαντλημένη. Περπατήσανε αμίλητοι τα λίγα μέτρα ως το λόμπι, που τους περίμενε φωτεινό και φιλόξενο. Και εκείνος θα πρέπει να ένιωθε το ίδιο άδειος, το ίδιο κουρασμένος. Λίγο πριν διαβούν το κατώφλι, την συγκράτησε από τον αγκώνα και της είπε: " Είναι κρίμα που είσαι καλύτερη νοσοκόμα, απ' ότι είσαι άνθρωπος..."
Ζεματιστό νερό έπεσε πάνω της και άνοιξε το στόμα της να απολογηθεί, αλλά η φωνή της δεν βγήκε. Και καλύτερα που δεν βγήκε, γιατί μπορεί οι λέξεις της να ήταν γεμάτες παράπονο, που αυτός θα τις εκλάμβανε σαν την απολογία μιας ψεύτρας. Την είχε ακούσει να τον θάβει, ό,τι και να του έλεγε τώρα θα φάνταζε γελοίο και επιτηδευμένο.
Μπήκαν στο λόμπι, τα πόδια εκείνης τρέμανε...
" Έκπληξη!" ακούστηκε να λέει μία γνώριμη φωνή. Ζαλισμένη από το σοκ, προσπάθησε να εστιάσει σωστά τα μάτια της στη φιγούρα που αποκολλήθηκε από τον καναπέ και που την πλησίαζε με γοργά, χαρωπά βήματα. Ο Γιώργος... Ντυμένος με καρό πουκάμισο, καρό παντελόνι και με ένα κασκόλ τυλιγμένο κοκέτικα στον λαιμό του. Ταυτόχρονα, από την άλλη πλευρά της σάλας, η Βάνα, με τα μάτια πρησμένα και ανήσυχα, ορμούσε προς το μέρος τους:
" Είναι καλά; Θα γίνει καλά το παιδί;"
" Όλα καλά, μια μικρή διάσειση" είπαν απολύτως συγχρονισμένα ο Αλεξανδράκης με την Άννα.
Η Βάνα ξέσπασε σε δάκρυα. " Θεέ μου, με λυπήθηκες"
Είχε σχηματιστεί μία περίεργη ομάδα, με τους τέσσερις τους να κάνουν ένα κύκλο. Ο Γιώργος είχε σταθεί αμήχανος' δεν ήξερε για τι μιλούσαν, και η χαρά του είχε μετατραπεί σε μία χαμογελαστή αμηχανία, με το γέλιο του να έχει παραμείνει στο στόμα του μετέωρο. Η Βάνα έκλαιγε, ανακουφισμένη, ταραγμένη από την ευθύνη που πίστευε πως τη βάραινε. Τα μαλλιά της ανακατωμένα, τα χείλη της κατακόκκινα από το δάγκωμα' μία θλιμμένη αμαζόνα, συγκλονιστικής ομορφιάς. Ο Αλεξανδράκης αγκάλιασε τη Βάνα, με το βλέμμα κολλημένο στον Γιώργο. Το ύφος του πρόδιδε τις σκέψεις του και η Άννα δεν δυσκολεύτηκε να το αποκρυπτογραφήσει: " Που ξεφύτρωσε αυτός, ο χάχας..." Η Άννα δεν ήξερε πως να φερθεί. Αγκάλιασε και εκείνη χαλαρά τη Βάνα, παρηγορώντας την με το άγγιγμά της, και ταυτόχρονα, με τα μάτια προειδοποιούσε άηχα τον Γιώργο, να συμμαζέψει τον τυχόν αυθορμητισμό του, να σταθεί αμίλητος. Έξυπνος άνθρωπος εκείνος, οπισθοχώρησε διακριτικά, ενώ ο Αλεξανδράκης συνέχιζε να τον καρφώνει με τα μάτια του. Όλα ήταν περίεργα. Η Άννα δεν ήξερε τι να πει, που να κρεμάσει τα χέρια της, που να στρέψει την προσοχή της.
" Πρέπει να ξεκουραστείς, Βάνα" είπε ο Αλεξανδράκης και η Άννα πόνεσε βαθιά με τη ζαχαρωμένη, τρυφερή φωνή του. " Ναι.." είπε και εκείνη, προσπαθώντας να δείξει πως συμμετέχει στην ανακούφιση της φίλης της.
" Εγώ φταίω, πως τον άφησα..." συνέχισε η Βάνα.
" Μην λες μαλακίες" αγρίεψε ο Αλεξανδράκης, πάλι γλυκά όμως. " Τέλος καλό, όλα καλά...Πάμε, έλα να σε πάω στο δωμάτιό σου. Θα πέσεις για ύπνο, και τέρμα οι μύξες. Όλα καλά, είπαμε!"
Για λίγο, η Άννα φαντάστηκε πως τα λόγια του είχαν αποδέκτη την ίδια. Αυτή η φωνή, που ήταν γλυκιά, κάτω από την σκληράδα της, ήταν συναρπαστική, ήταν μαλακτική για κάθε ψυχή και, ειδικά, για κάθε γυναικεία ψυχή. Της ήρθε να ζητιανέψει και αυτή λίγο από αυτό το ενδιαφέρον, λίγη από αυτή την τρυφεράδα, της ήρθε να πέσει και αυτή στην αγκαλιά του να παρηγορηθεί- γιατί ήταν απαρηγόρητη για όσα εκείνος της είχε πει. Ήταν αρχέγονη αυτή ανάγκη, η ανάγκη του θηλυκού για προστασία, η ανάγκη του θηλυκού για την αντρική δύναμη...
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...