Κεφάλαιο 18

2K 156 14
                                    

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε μαλακά στον αεροδιάδρομο και οι επιβάτες χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Η Άννα έλυσε τη ζώνη της και σκούντησε μαλακά την ηλικιωμένη κυρία που είχε βυθιστεί σε ύπνο, έχοντας πριν καταπιεί δύο ηρεμιστικά: " Κορίτσι μου, τρέμω τα αεροπλάνα" της είχε πει πριν αποκοιμηθεί. "Να με έχεις λίγο στον νου σου, οταν φτάσουμε, μην ξεχαστούν οι αεροσυνοδοί και με γυρίσουν πίσω στην Αθήνα..." 

Η πτήση ήταν πολύ πιο ευχάριστη απο ότι περίμενε η Άννα. Ήταν το πρώτο πρώτο της ταξίδι με αεροπλάνο και η αλήθεια είναι πως πέρασε δύσκολες ώρες στο αεροδρόμιο προσπαθώντας να βρει που θα έπρεπε να αφήσει τις αποσκευές της, σε ποιο αεροπλάνο θα έπρεπε να επιβιβαστεί, τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνει. Θυμήθηκε τη Ζωή, ένα πρόσωπο από το παρελθόν, ένα παρελθόν πάρα πολύ πρόσφατο και όμως τόσο μακρινό. Πότε είχαν γίνει όλα αυτά; Πως είχε έτσι αλλάξει η ζωή της; Πως είχε βρεθεί μετέωρη, χωρίς συναισθηματικές συντεταγμένες πια, χωρίς δικούς της ανθρώπους, χωρίς καν τον Μάρτιν;

Αν κάποιος της έλεγε ένα μήνα πριν πως θα πετούσε όλη την προηγούμενη ζωή της στα σκουπίδια, αν της έλεγε πως θα παρατούσε τη δουλειά της στο νοσοκομείο ( μία δουλεια που είχε διεκδικήσει με νύχια και με δόντια), αν της έλεγε πως θα χώριζε με τον Δημήτρη, θα τον έβγαζε -το δίχως άλλο- τρελό. Κι όμως... 

Οι μέρες που ακολούθησαν την γιορτή της έφεραν αλλαγές που θύμιζαν χιονοστιβάδα. Η Ζωή δεν της ξαναμίλησε- έμπαινε, έβγαινε, πετούσε για μέρες, ξαναγύριζε, χωρίς να της απευθύνει τον λόγο. Και πως άλλωστε μπορούσε να της απευθύνει τον λόγο όταν ήταν τόσο μα τόσο ένοχη, όταν την είχε προδώσει τόσο μα τόσο πολύ, όταν της είχε καρφώσει πισώπλατα ένα μαχαίρι, μεγάλο σαν τσεκούρι; Η συμβίωσή τους κατάντησε μαρτύριο, ενώ πριν ήταν μία χαρούμενη γιορτή, ένα συνώνυμο του Παραδείσου. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση, δεν συζητήθηκε τίποτα, δεν υπήρξε από καμία πλευρά κάποια διάθεση για συμβιβασμό, κάποια έκφραση αγάπης, κάτι... Λες και είχε ανοίξει ανάμεσά τους ένας γκρεμός που είχε καταπιεί τη φιλία τους, αφήνοντας πίσω μόνο σκόνη. Η Άννα έζησε μία βδομάδα σαν ζόμπι, πηγαίνοντας άυπνη στη δουλειά, αφήνοντας το σπίτι στη μοίρα του, αφήνοντας τη Ζωή στη δική της μοίρα. Της ήταν επώδυνο και να την νιώθει στο δωμάτιό της, τις λίγες φορές που τύχαινε να βρίσκονται και οι δυο στο διαμέρισμα. Το πείσμα είχε κατακλύσει την Άννα. Όχι, δεν θα έκανε αυτή το πρώτο βήμα, δεν θα ζητούσε εξηγήσεις, θα άφηνε τη Ζωή να πνιγεί στις ενοχές της. Είχε και το θράσος να της επιτεθεί, εκείνη την μέρα της γιορτής της... 

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now