Κεφάλαιο 60

1.6K 141 4
                                    

« Καληνύχτα, λοιπόν!» είπε ο Αλεξανδράκης μιλώντας μαλλον στο κενό, και με τη Βάνα να στηρίζεται παραπαίοντας στο μπράτσο του. « Θα τα πουμε αυριο» συμπλήρωσε κοιτώντας κάπως  απειλητικά τον Γιωργο και την Αννα.

« Μήπως Βάνα θα έπρεπε να πάρεις ένα ηρεμιστικό;» είπε η Αννα, αλλά ο Αλεξανδράκης την έκοψε: « Θα είναι μια χαρα. Θα την βάλω εγω στο κρεβατι της και θα πω στην Γιώτα να της φέρει κάτι ζεστό. Δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε στην χημεία, έτσι δεν είναι, Βάνα;»

Η κοπέλα μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο' ίσως ένα μασημενο ναι. Η αγωνία την είχε εξαντλήσει. Η Αννα τους ακολούθησε με το βλέμμα καθώς χάνονταν στο διάδρομο. Μετά ο Γιώργος είπε: 

« Πάντα λάθος χρονο διαλέγω για να κάνω εκπλήξεις»  Η φωνη του ακούστηκε παραπονιαρικη.

Η Αννα ένιωσε ξαφνικά απίστευτα κουρασμενη, πολύ κουρασμενη για κανακεύει τον Γιωργο. Ωστόσο, ο Γιώργος δεν της έφταιγε. « Καθολου λάθος στιγμη! Μια χαρα έκπληξη ήταν, απλώς έγινε ένα ατύχημα με ένα παιδάκι και βγήκαμε λίγο εκτός σειράς...»  του είπε με έναν καπως  βεβιασμένο ενθουσιασμό.Τον αγκάλιασε βιαστικά, λες και μόλις ειχε θυμηθεί πως δεν τον είχε καλωσορίσει. Έβαλε τα χέρια στη μέση της τσαχπίνικα: « Για πες από που ξεφυτρωσες; Πως με ξετρύπωσες»

« Σε μύρισα στον αέρα σαν κυνηγητικός σκύλος» χαχάνισε ο Γιώργος. « Βεβαια, δεν ήξερα πως θα έρθω τετ Α τετ και με αυτον τον λύκο...»

Η Αννα γέλασε με το ύφος του. Ένιωσε την ένταση της να εξατμίζεται. « Τον Αλεξανδρακη, εννοεις;;;»

« Ποιον αλλον;;; Το θεσπέσιο πλάσμα που ακουμπούσε πάνω του το λένε Βάνα;»

" Πρόσεξες, βλέπω, πως είναι θεσπέσιο το κορίτσι...»

« Μόνο τυφλός δεν θα το πρόσεχα. Η μαλλον και τυφλός θα το πρόσεχα! Θα το ένιωθα, θα το διαισθανομουν...»

« Που να τη δεις και στα καλα της, θα παθεις πλακα» 

« Ήδη έχω πάθει, Αννα μου. Τι πόδια  είναι αυτά; Όσο είσαι εσυ ολόκληρη, είναι τα δικά της ποδια...Χαχαχα, με το συμπάθειο»

Η Αννα του έριξε μια χαϊδευτικη μπουνιά. « Τόσο γρήγορα με πουλάς; Για τη Βάνα;»

« Τι Αννα, τι Βάνα... Στην κατάστασή  μου, το γούστο μου ελίσσεται. Δεν με παίρνει να μαι άκαμπτος. Δεν θέλω να μεινω στο ράφι ...»

Η Αννα άρχισε να ξεκαρδίζεται και μετά ρωτησε: « Πες πως ηρθες εδώ!»

« Με το trivagο"

" Νόμιζα πως ακολούθησες το άρωμα μου» τον πείραξε εκείνη.

« Αυτο εδώ είναι το καλυτερο ξενοδοχείο της περιοχής, αλλά δεν υπήρχε δωμάτιο. Με πήραν από τη ρεσεψιόν όμως,  πως άδειασε ξαφνικά ένα.»

« Α, κατάλαβα» είπε η Αννα και θυμηθηκε τον ασθενη με την επιληψία. « Ένα ζευγάρι εφυγε...»

« Είδες τι τυχερούλης είμαι;;;;»


Μη φεύγεις, αγάπη μου...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant