Κεφάλαιο 117

1.8K 100 12
                                    

Ήταν βρόμικο, ήταν χυδαίο, ήταν καλό.

Πάντα έτσι ήταν, από την αρχή.

Το μωρό κοιμόταν αθώα στο δωμάτιό του και αυτό ήταν το μόνο αθώο στο σπίτι.

Τα υπόλοιπα ήταν ιδρωμένα και ένοχα.

Πάντα έτσι ήταν, από την αρχή.

Το κρεβάτι, τα σεντόνια, αυτός.

Ήταν ξένος και ήταν και οικείος, ενώ ήταν ξένος.

Πάντα έτσι ήταν, από την αρχή.

Τί ήταν αυτά που του ζητούσε; Ποια ήταν αυτή που του τα ζητούσε;

Γινόταν μια άλλη, τα βράδια, που αυτός γύριζε- σαν ξένος που γύριζε σε ξενοδοχείο, για έναν ύπνο, για ένα μπάνιο, και λίγη λαγνεία στα γρήγορα ή και όχι...

Η Άννα είχε παραπιεί. Όλα και συχνότερα παραέπινε. Όλο και συχνότερα αφηνόταν στο κρασί. Και μετά αφηνόταν σε αυτόν, απελευθερωμένα και χωρίς ντροπές, έτσι όπως του άρεσε.

Υπήρχαν προστάγματα, υπήρχε ταπείνωση, υπήρχε πάθος, υπήρχε εξουσία. Η δική της εξουσία που κρατούσε όσο κρατούσε ο πόθος του. Και για όσο κρατούσε ο πόθος του, και για όσο το κρασί έτρεχε στις φλέβες της, τα πάντα γινόταν πολύχρωμα και παθιασμένα και έντονα.

" Ποια είμαι εγώ;"

" Είσαι η γυναίκα μου"

" Τι μου κάνεις;"

" Σε γαμάω"

" Πως με γαμάς;"

" Σε γαμάω αλύπητα"

Ναι, την πηδούσε αλύπητα με το κορδωμένο πέος του, και ήταν όλα σαν τραμπάλα, το κεφάλι της που γύριζε, το σώμα της που μαζευόταν και μετά διαστελλόταν, και μετά εκρηγνυόταν με πάταγο. Πάνω και μετά κάτω, σαν τραμπάλα, και μετά πάνω και κάτω, σαν μεθυσμένη τραμπάλα.

Ήταν ωραία που αφηνόταν στο ..τίποτα, σε ένα κενό όπου δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ούτε μωρό, ούτε ευθύνες, δεν υπήρχε παρά μόνο το σκληρό του σώμα, στο οποίο έπεφτε και σκοτωνόταν, σαν να έπεφτε σε σκληρό πάτωμα, σαν να έτρωγε τα μούτρα της... Μετά αναγεννιόταν μέσα από τον οργασμό που ερχόταν και την ανάσταινε και μετά την ξαναδιέλυε, τραμπάλα /τραμπαλίζομαι /πέφτω /και /ζαλίζομαι, τραμπάλα, ψηλά και μετά χαμηλά, και μετά σκοτάδι και μετά φως:

" Ποια γαμάς;"

" Την πουτάνα τη γυναίκα μου"

" Πόσο πουτάνα είναι η γυναίκα σου;"

" Πολυυυ"

" Πόσο πολύ;"

" Τόσο πολύ που θέλω να την ξεσχίζω όλο το βράδυ"

Και σήμερα ήταν έτσι. Ήταν χυδαία και καυλιάρικα. Ήταν θεικά. Ήταν απολαυστικά. Ήταν ένοχα απολαυστικά. Ήταν ένα συζυγικό πήδημα. Χωρίς αιδώ, χωρίς συναισθηματικά φτιασίδια, ωμό, σκέτο, αλλά με ρυθμό.

" Πως είναι τα βυζιά μου;"

" Είναι μεγάλα και γεμάτα καύλα"

" Ποια γαμάς;"

" Εσένα... Μόνο εσένα"

" Ποια είμαι εγώ;"

" Η πουτάνα, η γυναίκα μου"

" Ποιος είσαι εσύ;"

" Είσαι ο γαμιάς μου..."

" Τι σου κάνω;"

" Με τρελαίνεις, με γαμάς, με γαμάς χωρίς έλεος"

Δεν χωρούσε η ντροπή ανάμεσά τους, δεν χωρούσε η αθωότητα, δεν χωρούσε καν ο έρωτας. Όλα είχαν φτάσει να είναι γυμνά, γυμνά από κάθε αγάπη. Αλλά ήταν ντυμένα με πόθο, με βρόμικο πόθο. Μύριζε πάνω του άλλες γυναίκες, άλλα κορμιά, ξένους έρωτες, ξένα σώματα, ξένα αρώματα. Και έτσι γινόταν ξένος. Και ξένος και οικείος. Και εκεί η Άννα χανόταν... Στο μπέρδεμα αυτό βασιζόταν ο πόθος της. Ήταν ξένος; Ήταν ο άντρας της; Ποιος ήταν; Πάντως δεν ήταν ο τυπικός σύζυγος. Δεν ήταν ο συντροφικός σύζυγος. 'Ηταν ένας ξένος που ήξερε καλά το σώμα της. Ήταν ένας οικείος που ήξερε να ικανοποιεί τις ανάγκες της.

Πήρε το πουλί του στο στόμα της λαίμαργα.

" Ποια μου γλύφει το καβλί μου;"

" Εγώ.."

" Ποια είσαι εσύ;"

" Η πουτάνα η γυναίκα σου"

" Η δική μου πουτάνα..."

" Η δική σου..."

Ποια γινόταν με αυτόν τον άντρα; Τι ήταν αυτό στο οποίο μεταμορφωνόταν η Άννα; Χρειαζόταν πολύ κρασί για να ξεχάσει αυτά που έκανε, αυτά που αυτή τη στιγμή την απογείωναν αλλά που αύριο πρωί θα ντρεπόταν να τα ξανασκεφτεί.

Αλλά της άρεσε το πρόσωπό του έτσι όπως γινόταν άγριο από την ηδονή, τεντωμένο, με τους μύες σε σύσπαση, με τα μάτια κλειστά, της άρεσε που σεργιανούσαν σε μονοπάτια λερωμένα, με επιθυμίες περίεργες, της άρεσαν τα χέρια του που τραβούσαν άγρια τα μαλλιά της καθώς τον έγλειφε, της άρεσε που μετά την έπαιρνε χωρίς οίκτο, δυνατά, με μια ορμή ζωώδη, όλα ήταν απαίσια και όλα ήταν εξαίσια.



Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now