Κεφάλαιο 109

2.3K 167 21
                                    

Λίγα λεπτά αργότερα, το κουδούνι του διαμερίσματος χτύπησε. Έμεινε μετέωρη, με το κορμί της τεντωμένο, σε εγρήγορση. Ποιος ήταν; Ήταν δυνατόν να είχε ανέβει ο Αλεξανδράκης; Ήταν αδύνατον! Η ίδια δεν είχε πατήσει το μπουτόν του θυροτηλεφώνου. Άρα ήταν ασφαλής. Αλλά, ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι εκτός από τον Αλεξανδράκη... Κανένας γείτονας δεν θα χτυπούσε για αλάτι ή ζάχαρη μέσα στα άγρια μεσάνυχτα!

" Άνοιξε!" ήρθε αμέσως μήνυμα στο κινητό της.

" Εσύ είσαι έξω από την εξόπορτα;" απάντησε εκείνη. Από τη βιάση της, μπέρδευε τα γράμματα. Είχε στείλει το μήνυμα ανορθόγραφο. Δάγκωσε τα χείλη από τα νεύρα. Θα την θεωρούσε και αμόρφωτη... Αλλά, γιατί νοιαζόταν για τη γνώμη του;

"Ναι. Η όμορφη κυρία του δευτέρου μου επέτρεψε να μπω την ώρα που έμπαινε η ίδια. Είπα πως είμαι ο μεγάλος σου αδελφός"

Οργισμένη, με τα δόντια της να τρίζουν από το θυμό και με τις παλάμες της σφιγμένες σε γροθιές πήγε μπροστά στην πόρτα της και φώναξε: " Φύγε, δεν είμαι μόνη!!!" Η ένταση της φωνής της τρόμαξε και την ίδια.

" Εγώ νομίζω πως είσαι" άκουσε τη φωνή του πίσω από το ξύλο της πόρτας, ήσυχη αλλά διαπεραστική. " Κοίτα, έχεις δύο επιλογές: Ή να μου ανοίξεις ή να γίνει φασαρία και να μου ανοίξεις μετά..."

Η σιγουριά του, ο ήρεμος τόνος της φωνής του, η αυθάδεια του, της τσίτωσαν τα νεύρα.

" Δεν θα σου ανοίξω. Δεν δέχομαι επισκέψεις τέτοια ώρα!" ούρλιαξε.

" Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ταράζεσαι. Ήρθα να πιούμε ένα ποτό, σαν παλιοί φίλοι που είμαστε" είπε εκείνος.

" Δεν ήμασταν ποτέ φίλοι" είπε και εκείνη κοντραλάροντας τον τόνο της φωνής της.

" Ας πω παλιοί εραστές..." είπε εκείνος με έναν συγκαταβατικό τρόπο.

Η συγκατάβαση στη φωνή του, ο λίγο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο είχε προφέρει τη λέξη εραστές, η βεβαιότητά του πως εκείνη θα ενέδιδε τελικά στα "θέλω" του ( εξάλλου, για αυτό δεν είχε έρθει στο διαμέρισμά της;) την φούρκισαν ακόμα περισσότερο. Κοίταξε το ταβάνι λες και εκεί θα έβρισκε τη λύση στο δίλημμα της. Γιατί ναι, ο Αλεξανδράκης είχε δίκιο. Το δίλημμά της δεν ήταν αν θα του ανοίξει ή όχι. Το δίλημμά της ήταν αν θα του άνοιγε αμέσως ή αργότερα. Ταπεινωμένη από την ίδια της τη διαπίστωση, ταπεινωμένη από την αίσθηση πως γινόταν παιχνιδάκι στα χέρια του για ακόμη μία φορά, η Άννα πήρε ανάποδη στροφή μέσα της. Αν φερόταν σαν θήραμα, θα γινόταν πράγματι θήραμα. Αν φερόταν σαν θύμα, θα γινόταν θύμα. Αν ο Αλεξανδράκης νόμιζε πως ήταν ο κυνηγός, εκείνη θα του έτριβε στα μούτρα πως δεν ήταν. Δεν ήταν φοβισμένο ποντικάκι, ήταν γυναίκα πια. Ανασυγκροτήθηκε, ανασήκωσε το πηγούνι και ξεκλείδωσε την πόρτα.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora