Κεφάλαιο 50

1.5K 149 8
                                    


Στη σάλα της ρεσεψιόν επικρατούσε αναταραχή, καθώς όλες οι καμαριέρες στόλιζαν σύσσωμες ένα θεόρατο φυσικό δεντρο. Γιρλάντες και στολίδια ήταν αραδιασμένα στο πάτωμα και πολλοί από τους πελάτες συμμετείχαν με ενθουσιασμό στο στόλισμα ενώ ήδη ακουγοταν Χριστουγεννιάτικη μουσική. Ο καιρός συμμετείχε στο γιορταστικό κλίμα με ένα ξαφνικό γύρισμα σε χαμηλές θερμοκρασίες και έναν διαυγή, καθαροί ουρανό που προμήνυε χιονόπτωση. 

« Δουλειές μι φούντες έχουμι» είπε η Γιώτα σαν είδε την Αννα. « Τραβά στη Λέλα αν δι σι θελι, να ρθεις να βοηθήσεις, αν μι αγαπας»

« Στο υποσχομαι...» είπε η Αννα. «Μου αρεσει να στολίζω»

« Σε ποιον διν άρεσ'. Μιτα τι γινιτι όμως, ουουοου, τι ετοιμασίες έχουμε για του πάρτυ, αύριο βραδ. Όλοι θα είμαστε, μην μι πεις θα λιπς»

« Που να παω;»

« Στην οικογένεια σ'ς»

« Δεν παίζει κάτι τέτοιο» είπε η Αννα και σκοτείνιασε.

« Σορρυ για, διν ηξιρα πως ήσουν ορφανή» είπε η Γιώτα αποκρυπτογραφώντας λάθος τη θλιψη της Αννας. « Αιντε παγαινε, και ερχισι όταν μπόρεσεις»

Η Αννα επέλεξε να βγει στην κεντρική αυλή περνώντας εξω από το διαμέρισμα του Αλεξανδρακη. Εκει χαμήλωσε τον ρυθμό των βημάτων της και με τις αισθήσεις της σε πλήρη εγρήγορση προσπάθησε να κρυφακούει, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, γιατί φυσικά δεν μπορούσε να κολλήσει το αυτι της στην πόρτα. Το αποτελεσμα της προσπάθειας ήταν μηδενικό όποτε βγήκε στην αυλή όπου επεσε φουριόζα στην αγκαλια της Βάνας. 


« Hello, girl» είπε η Βάνα και έτριψε δυνατά τα χέρια της. « Είδες ο καιρός; Μόλις που προλάβαμε το ράφτινγκ.» Η Αννα προσπαθούσε να βρει στο πρόσωπο της άλλης σημάδια της χθεσινής νύχτας: εκεινο το ονειροπολο κενό βλέμμα που έχουν οι γυναίκες μετά  από μια νύχτα έρωτα, πιπιλιες, σημάδια σπο αντρικά  γενια.

Η Βάνα συνέχιζε ανυποψίαστη. « Ξέρεις για το πάρτυ, Ε;»

« Μου πε η Γιώτα..»

« Α, ειπα χθες στον Γιάννη πως τον θες»

Η Αννα αναστατώθηκε και στο άκουσμα του ονόματος του Αλεξανδρακη. " Ναι;;» είπε με προσμονή. 

« Θα μιλήσετε, είπε, αυτά!..Τι θα φορέσουμε αύριο; «

Η Αννα ανασηκώσει τους ώμους: « Δεν νομίζω πως έχω τιποτα κατάλληλο»

« Κάτι θα βρεις, βρε, συ» είπε ανέμελα η Βάνα και συμπλήρωσε: " Θα παω ένα ζευγάρι για έναν γρήγορο περίπατο με τα άλογα, πριν μας προλάβει ο καιρός. Εδώ γύρω γύρω. Τα λεμε το μεσημέρι, αν ξεμπερδέψεις από την γιαγια. Αληθεια, πως τα πάτε;»

Η Αννα κούνησε το χέρι της πάνω κάτω: « Έτσι κι έτσι»

« Σου έχω εμπιστοσύνη κοριτσάκι. Μετά από αυτο που ειδα χθες, δεν νομίζω να ναι πρόβλημα  για σενα μια ξεροκέφαλη γριούλα» 

Γελάσανε και οι δυο γιατί ο όρος γριούλα δεν ανταποκρινόταν καθολου στην εικόνα της Λελας.

Ωστόσο, όταν χαιρετήθηκαν και χωρίσανε, η Αννα συνέχιζε να τρώγεται. Καμία απορία δεν της είχε λυθεί. Η Βάνα φαινόταν χαλαρή αλλά δεν είχε προβεί σε καμία αποκάλυψη. Φυσικά δεν την ένοιαζε για τον μισογύνη Αλεξανδρακη, τη Βάνα σκεφτόταν...Ηξερε η Βάνα με τι άνθρωπο μοιραζόταν το κρεβατι της; Η Αννα ηξερε. Και ένα ήταν σίγουρο:δεν θα τον ξαναφηνε να παίξει μαζί της.


Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora