Κεφάλαιο 98

1.4K 141 6
                                    


Δεν είχε προλάβει να ακουμπήσει το κρασι στα χειλη της όταν στην τραπεζαρία μπήκε ο Αλεξανδράκης. Προχώρησε με βιαστικά βήματα αιλουροειδούς προς το μέρος τους και κάνοντας ένα βιαστικό νεύμα προς τον Γίωργο και τη Ζωή, είπε στην Αννα:

- Θα κανεις για χαρη μου μια παλικαριά;

Η Ζωή και ο Γιώργος τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. Η δε Αννα ένιωσε τα φυλλοκάρδια της να αναδεύονται από το αγχος.

- Τι εννοείτε; ρωτησε,  ενώ μια φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού της της φώναζε πως είναι εντελώς γελοίος αυτος ο υποκριτικός πληθυντικός.


- Ο Αλέξανδρος θέλει να πάει στα Γιάννενα. Του κολλησε να δει τους φιλους του, βαριεται λέει εδώ. Η Ελισσαβετ θέλει να του κάνει το χατήρι, τόσα περασε το παιδί...Ελεγα να τους παω αλλά για σιγουριά  θα ήθελα να νας συνοδεύσεις. Μην συμβεί κάτι στο ταξίδι...

- Αυτο είναι όλο; είπε ευγενικα η Αννα. Φυσικά και θα έρθω. Δουλεια μου είναι..., συμπλήρωσε.


- Ξέρω πως έχεις και τη Ζωή ( ο Αλεξανδράκης εριξε ένα απολογητικό βλέμμα στη φίλη της που το συνόδευσε με ένα ακαταμάχητο χαμογελο) αλλά σου υποσχομαι πως θα γυρίσουμε πολύ γρήγορα ώστε να απολαύσετε η μία την άλλη.

Η Ζωη είπε: 

- Κάντε τη δουλεια σας και μην ανησυχείτε. Δεν χαθηκε ο κόσμος για δυο ωρες. Η νύχτα είναι δικιά μας... Χαχα. Εξαλλου, ο Γιώργος είναι καταπληκτική παρέα.

- Χα, έβαλες τη λέξη καταπληκτικός διπλα στο όνομά μου; Νομίζω πως στο ισοδυναμεί με αρραβώνα, είπε ο Γιώργος και η Ζωη τον χτύπησε παιχνιδιαρικα στον ώμο.

Ο Αλεξανδράκης κοίταξε τον Γιώργο σαν να κοίταζε ένα ενοχλητικό κουνούπι. Μετά είπε βιαστικά, καθώς εφευγε:

- Αννα, πάρε ένα πανωφόρι, κάνει κρυο εξω. Σε δεκα λεπτά θα σε περιμενουμε στο λόμπι.


Η Αννα συγκανευσε αλλά δεν βιάστηκε να φυγει.  Χρειαζόταν το κρασι, χρειαζόταν τη δύναμη του αλκοόλ, για να αισθανθεί ψύχραιμη και γενναια. Η προοπτική να μείνει μονη μαζί του την τάραζε.Κατάπιε τρεις τέσσερις γουλιές κρασιού απανωτά.

Ο Γιώργος τοτε  είπε : -Αννα, μικρή Κοκκινοσκουφίτσα να προσεχεις στον γυρισμό τον κακό τον λύκο. 

Γελώντας η Ζωή συμπλήρωσε: « Και τι λύκος... Με άγρια δοντια και με μάτια που σε γδύνουν...»

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now