Κεφάλαιο 86

1.5K 157 12
                                    

Η πόρτα άνοιξε και εισέβαλλε η Ζωή, τυλιγμένη μέσα σε μία μεγαλειώδη  γούνα, ακολουθούμενη από τον ταλαίπωρο ταξιτζή, που κουβαλούσε με το ζόρι τα μπαγάζια της, ξεφυσώντας υποταγμένα. Η Άννα πρόλαβε να δει πως η πρώην φίλη της πως είχε πάλι αλλάξει το χτένισμά της' κοκκινοκάστανες μπούκλες ξέφευγαν από την κουκούλα της, φτάνοντας ως το στήθος της που, παρά τον κρύο καιρό, πρόβαλλε ρωμαλέο και περήφανο, μέσα από το βαθύ ντεκολτέ της.

" What is this; " είπε σχεδόν κεραυνοβολημένος ο Γιώργος. " Who is this woman, dear God..." βόγκηξε θεατρικά και αμέσως μετά ένας αναμαλλιασμένος Μάρτιν πετάχτηκε και όρμησε στην αγκαλιά της Άννας, κατευθείαν από την τεράστια τσάντα ώμου της Ζωής. " Αγόρι μου, αγοράκι μου γλυκό, πόσο μου ' λειψες..." είπε σιγανά η Άννα, τρίβοντας το πρόσωπό της στη μουσούδα του ζώου.

" Ει, αετόπουλο, να που σε βρήκα..." είπε η Ζωή και την αγκάλιασε δυνατά. " Χα,χα, ήταν πολύ πιο εύκολο από όσο νόμιζα..." Η Άννα αντιστάθηκε ήπια στο αγκάλιασμά της' δεν είχε ιδέα πως έπρεπε να φερθεί και το " κοινό" πίσω τους - ο Γιώργος που φαινόταν έκθαμβος, η Γιώτα που τις κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια, και φυσικά ο Αλεξανδράκης...- δεν βοηθούσε ώστε να ξεμπλοκάρει. Η Ζωή πλήρωσε βιαστικά τον ταξιτζή δίνοντάς του ένα τεράστιο πουρμπουάρ, που φάνηκε να τον αποζημιώνει από την ταλαιπωρία που φαινόταν να έχει υποστεί από την πελάτισσά του. Τους χαιρέτησε αμήχανα και εξαφανίστηκε.

Ο Αλεξανδράκης τότε είπε:

" Κυρία μου, λέγομαι Αλεξανδράκης, είμαι ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" και η Άννα τον μίσησε στιγμιαία για το πόσο πρόθυμη, εξυπηρετική και γεμάτη θαυμασμό ακουγόταν η φωνή του.

Η Ζωή δάγκωσε τα δάκτυλά της για να βγάλει το δερμάτινο γάντι της και παρέδωσε το χέρι της πάνω από το γκισέ της ρεσεψιόν : " Χαίρομαι, κύριε Αλεξανδράκη!" είπε με μία αντρική λιτότητα. " Έχω κλείσει δωμάτιο για αύριο, αλλά η επιθυμία μου να δω νωρίτερα τη φίλη μου με οδήγησε πρόωρα στα ...σκαλοπάτια σας. Ελπίζω να βρεθεί μία γωνίτσα για μένα, σήμερα, ειδάλλως θα κοιμηθώ στο δωμάτιο της Άννας, αν εσείς το επιτρέπετε..."

" Μπορώ και εγώ να σας διαθέσω το δωμάτιό μου και ευχαρίστως να κοιμηθώ στο κλουβάκι μεταφοράς του γάτου σας" είπε ο Γιώργος και την πλησίασε με αργά βήματα. Πήρε το χέρι της και το φίλησε, με αφάνταστη κομψότητα. " Γιώργος Παπαδόπουλος. Καλλιτέχνης και...θαυμαστής σας" . Εκείνη γέλασε με εκείνο το αφάνταστα πηγαίο γέλιο της, που φαινόταν σαν να έβγαινε κατευθείαν από την καρδιά της: " Αν δεν βρεθεί κάτι άλλο, γιατί όχι...;" είπε και τα μάτια της έλαμψαν με ενδιαφέρον. Έδωσε την ταυτότητά της στον Αλεξανδράκη λέγοντας: " Σας επιτρέπω να δείτε τα πάντα στην ταυτότητα, εκτός από την ηλικία μου, χαχα"

Η Γιώτα χάζευε τη Ζωή με το στόμα ανοικτό. " Ποια είναι αυτή, Αννούλα;" είπε στην Άννα, με την περιέργειά της να ξεχειλίζει από κάθε πόρο του κορμιού της.

" Η πρώην μου συγκάτοικος..." είπε η Άννα. Απέφυγε να πει φίλη, απέφυγε να πει αδελφή...

" Θεέ μου, έχς κότσια, κορίτσι μου, αν μπορείς να συγκατοικείς με τέτοια γυναίκ'..." είπε σφυρικτά στο αυτί της η Γιώτα.

Η Άννα αγκάλιασε σφικτά τον Μάρτιν, που είχε ξετρελαθεί να την γλείφει. Δεν μπορούσε να σηκώσει τα μάτια της από το ζωάκι, δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε. Η Ζωή και η ενέργειά της είχε γεμίσει τα πάντα. Είχε σκορπίσει τα πάντα, είχε αποδιοργανώσει τους πάντες. Και κυρίως την ίδια, την Άννα. Καθόταν σαν μαζεμένο ποντίκι, έχοντας σαν λούτρινο παιχνίδι παρηγοριάς τον Μάρτιν στην αγκαλιά της, λες και ήταν πεντάχρονη, και έβλεπε τη Ζωή να ξελογιάζει τους πάντες. Χωρίς προσπάθεια. Αυτό ήταν το εκνευριστικό: η Ζωή ξελόγιαζε τους πάντες χωρίς προσπάθεια. Η Άννα δεν τολμούσε να κοιτάξει τον Αλεξανδράκη. Φοβόταν μήπως τον δει ήδη γοητευμένο, ήδη μαγεμένο από την πρώην φίλη της.

Τον άκουσε που είπε: " Έχουμε τη σουίτα, αλλά νομίζω πως ξεφεύγει σε τιμή...", και χάρηκε που ο τόνος της φωνής του ήταν αυστηρά επαγγελματικός.

" Δεν βαριέστε, ας ξεφεύγει..." είπε γενναιόδωρα η Ζωή. " Θα ..βολευτώ, χαχαχα"

" Μπορώ να σας κάνω και εγώ παρέα, για να μην νιώθετε άδεια τη σουίτα σας, να γεμίσω όπως μπορώ τους χώρους" είπε χαριτωμένα ο Γιώργος.

" Μπορούμε να κάνουμε και πάρτι, ε, Άννα; " είπε η Ζωή και μετά είπε επίσημα: " Τη σουίτα, κύριε Αλεξανδράκη. Τη σουίτα. Ζούμε μονάχα μία φορά, οπότε ..." Έβγαλε την πιστωτική της κάρτα και την άφησε με χάρη στο γκισέ. " Λοιπόν, παιδιά, τι πρόγραμμα έχουμε για σήμερα...;" ρώτησε τους υπόλοιπους σαν να τους ήξερε από παλιά. " Πεθαίνω για ένα μπράντι, για ένα φαγάκι, για ένα μπανάκι και για μία ολονύχτια συζήτηση με τη φίλη μου...Έχουμε πολλά να πούμε, ξέρετε..."

Η Άννα ένιωσε το στόμα της να ξεραίνεται από την προσμονή και από την αγωνία.

" Θα σας πείραζε να σας ανεβάσω τις βαλίτσες; " ρώτησε ιπποτικά τη Ζωή ο Γιώργος και ξαφνικά όλοι γέλασαν. 

Ευλογημένε Γιώργο, σε ευχαριστώ, σκέφτηκε η Άννα. Σε ευχαριστώ που σπας και τον πάγο και τα παγάκια και την καταραμένη αμηχανία μου...

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora