Κεφάλαιο 94

2.1K 158 14
                                    

Είχε δύο επιλογές: Η πρώτη ήταν να βουτηχτεί στην αυτολύπηση και στη μιζέρια, να χορέψει στον ρυθμό που χτυπούσαν οι άλλοι, να κλάψει, να στεναχωρηθεί, να απογοητευτεί, να παίξει με τους όρους των άλλων, να εξαρτήσει με άλλα λόγια τη διάθεσή της και την ευτυχία της από εξωτερικούς παράγοντες. Ήταν κάτι που έκανε μία ζωή: να θλίβεται. Η άλλη επιλογή, μέχρι πριν καμία ώρα, δεν θα υπήρχε καν στην ατζέντα της ως επιλογή. Ήταν η απόφαση να διαχωρίσει τη χαρά της και την ευτυχία της από κάθε άλλο άτομο, επικεντρώνοντας στον εαυτό της. Μέχρι τώρα, η οικογένειά της ή οι συμμαθητές της καθόριζαν στην πρώιμη φάση της ζωής της, μέχρι την εφηβεία της, την εσωτερική της διάθεση. Αργότερα, τη σκυτάλη πήρε η Ζωή, η οποία ενορχήστρωνε ουσιαστικά τα πάντα, έβαζε την Άννα σε " φόρμα" και σε "σχήμα", σε ένα περίγραμμα ασφαλές, καθοδηγώντας την σοφά μεν, αλλά σύμφωνα με τις δικές της αντιλήψεις και τους δικούς της όρους. Και όταν στη Ζωή της ήρθε ο Δημήτρης, η Άννα ισοπεδώθηκε εκ νέου. Ο Δημήτρης, όπως περίτρανα αποδείχτηκε, της πουλούσε αισθήματα που ήταν τσουρούτικα και λιγοστά, και επιπρόσθετα, πατώντας πάνω στις συναισθηματικές ανάγκες της και στην επιθυμία της για εγγύτητα και οικειότητα, την πατρονάριζε με απίστευτους τρόπους.

" Να μην μας δουν μαζί στο νοσοκομείο..." της έλεγε. " Δεν γουστάρω..." Και η Άννα έπαιζε το παιχνίδι του, νομίζοντας πως εξυπηρετεί το καλό της σχέσης τους.

Ή την τιμωρούσε με συναισθηματική ένδεια όταν δεν συμμορφωνόταν με τους όρους του, με τα ηλίθια τερτίπια του. Γινόταν ψυχρός και απόμακρος, δεν της μιλούσε, απέφευγε να την αγγίζει. Και εκείνη έβρισκε ελαφρυντικά σε όλη αυτή τη συμπεριφορά και συνέχιζε να είναι γλυκιά και στοργική μαζί του, συνέχιζε να ζει στο ροζ συννεφάκι της, νομίζοντας πως έχει μία "καλή σχέση", συνέχιζε να δίνει τα πάντα χωρίς να παίρνει ουσιαστικά τίποτα. Ο Δημήτρης της φερόταν λες και της έκανε χάρη, λες και αυτός ήταν ένα ασύλληπτο σε αξία τρόπαιο για την Άννα, λες και της έπεφτε "πολύς' οπότε εκείνη έπρεπε να του εκφράζει αιώνια ευγνωμοσύνη. Και αν αυτός ο ίδιος δεν διέκοπτε τη σχέση, ποιος ξέρει που θα είχαν καταλήξει; Μπορεί αυτή η κατάσταση να διαιωνιζόταν, να γινόταν χρόνια, αφήνοντας την Άννα συναισθηματικά στεγνή και έρημη, μέσα σε μία σχέση που δεν την κάλυπτε, ή ( αργότερα) μέσα σε ένα γάμο χωρίς πραγματική αγάπη.

Και μετά από τη διάλυση της σχέση της με τον Δημήτρη, και ενώ η ίδια νόμιζε πως πετούσε πια με νέα φτερά και με νέες πεποιθήσεις, σε μία νέα ζωή, έπεσε πάλι στην συναισθηματική παγίδα του Αλεξανδράκη. Δηλαδή, πόσο ηλίθια ήταν; Φερόταν σαν μαιμού, που γραπωνόταν από το ένα κλαδί στο άλλο, σαν μαιμού που από το σάπιο κλαδί του Δημήτρη, είχε πέσει στο άκαμπτο κλαδί του Αλεξανδράκη. Δεν έχει αφήσει τον εαυτό της να ηρεμήσει, να χαλαρώσει συναισθηματικά, να μείνει σε μία περίοδο ανερέθιστη και άδεια. Είχε πέσει με τα μούτρα στον Αλεξανδράκη. Από το φιδάκι, που όπως αποδείχτηκε, ήταν ο Δημήτρης, είχε πέσει πάνω στον άγριο λύκο που ήταν ο Αλεξανδράκης. Και για μία ακόμη φορά, έπαιζε το παιχνίδι των ανδρών, γινόταν μαριονέτα στα χέρια ενός αρσενικού, εξαρτούσε τη διάθεσή της από τις δικές του ενέργειες, χαιρόταν ή θλιβόταν από τη δική του συμπεριφορά.

Καθώς το δωμάτιο της φωτιζόταν από τα ρόδινα χρώματα του παγωμένου ξημερώματος, η Άννα θύμωσε με τον εαυτό της. Ήταν έρμαιο του Δημήτρη, της Ζωής, του Γιάννη, λοιπόν; Είχε δει με τα μάτια της τον Αλεξανδράκη να την πέφτει στη φίλη της, ένα 24ωρο μόλις μετά από τον υπέροχο έρωτα που της είχε. Με άλλα λόγια, για αυτόν η Άννα ήταν αναλώσιμη. Αναλώσιμη σαν γιαούρτι που το τρως όσο είναι φρέσκο και μετά πετάς το κεσεδάκι στα σκουπίδια. Του είχε επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσει και μετά, με την ίδια ευκολία, να μεταπηδήσει στην επόμενη που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η Ζωή. Η Άννα είχε μπερδευτεί, είχε περάσει το υπέροχο σεξ για έρωτα, ενώ για αυτόν η συνεύρεση τους ήταν απλώς ένα έντεχνο πήδημα. Αντί για την ίδια, θα μπορούσε να ξεδιπλώσει το ερωτικό του οπλοστάσιο στη Βάνα ( αυτό άλλωστε δεν έκανε;) ή και στη Ζωή.

" Εμείς οι βλάχοι, όπου λάχει..." που θα έλεγε και ο Γιώργος.

Η Άννα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της, λες και αρνιόταν κάτι, λες και κάποιος της είχε απευθύνει μία ερώτηση στην οποία απαντούσε αρνητικά. Ήταν άυπνη αλλά περιέργως ξεκούραστη. Γιατί μέσα στις σωστές αποφάσεις νιώθεις πάντα ξεκούραστος. Και η Άννα είχε λάβει, χωρίς ακόμα και η ίδια να το γνωρίζει, μία μεγάλη απόφαση. Την απόφαση να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των άλλων. Την απόφαση να διαφυλάξει τον πυρήνα της ακέραιο ανεξαρτήτως των συμπεριφορών των άλλων. Την απόφαση να παίρνει ευχαρίστηση από τις σχέσεις της με τους άλλους. Και όχι, δεν έπαιρνε ευχαρίστηση, από τη συμπεριφορά- εκκρεμές του Αλεξανδράκη.  Το μια εδώ και μια εκεί, δεν την ικανοποιούσε. Και αφού δεν την ικανοποιούσε θα το πετούσε από τη ζωή της. Θα έβαζε τα όρια της. Στην ίδια και σε αυτόν. Καλή σχέση είναι η σχέση στην οποία αναπνέεις ελεύθερα, από την οποία παίρνεις χαρά. Καλή σχέση είναι η ισότιμη σχέση. Δεν θα επέτρεπε στον Αλεξανδράκη να τη χειρίζεται επειδή απλώς ήταν μάστορας στο σεξ. Δεν θα του επέτρεπε να της δημιουργεί συναισθηματικές διακυμάνσεις. Δεν θα κρεμούσε ποτέ ξανά την ψυχική της ισορροπία από το πουλί ενός άνδρα- όσο εντυπωσιακό σε εμφάνιση και σε επιδόσεις και να ήταν αυτό το πουλί.

Η Άννα χαμογέλασε. Η τελευταία της σκέψη έμοιαζε πολύ με τις σκέψεις της Ζωής αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου κακό. Η μετάγγιση δύναμης δεν είναι ποτέ κακή. Και πλέον η Άννα ένιωθε δυνατή- κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν.

Μπήκε για να κάνει μπάνιο, με το πηγούνι της ελαφρά ανασηκωμένο...

" Ποτέ ξανά αδύναμη..." είπε φωναχτά.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now