Ο καιρός είχε αγριέψει κι άλλο και η Άννα τυλίχτηκε σε ένα κατακόκκινο πλεκτό σάλι, που της είχε φέρει η Ζωή από ένα ταξίδι της στο Μεξικό. Πόσο της άρεσαν της Ζωής τα ταξίδια... Αντίθετα, η ίδια απέφευγε τις μετακινήσεις. Την ξεβόλευαν, την έβγαζαν από τη σειρά της και τελικά την κούραζαν περισσότερο από την πλήξη που προκαλούσε η στασιμότητα. Βέβαια, βαθιά μέσα της η Άννα ήξερε πως αυτή της η ιδιαιτερότητα πήγαζε αποκλειστικά από το πρόβλημα υγείας της αδελφής της. Η Μέμα έπασχε από νεανικό διαβήτη, από την ηλικία των 7 μηνών, από τόσο δα μωρούλι. Η εκδήλωση διαβήτη σε βρεφική ηλικία ήταν εξαιρετικά σπάνια, όπως τους είχαν πει οι γιατροί. Αλλά να που συνέβη στη δική τους οικογένεια. Ήταν το ανάποδο από ένα λαχείο. Κακοτυχία, γκαντεμιά, κακό μάτι' η μητέρα της χρησιμοποιούσε πολλές φορές αυτές της λέξεις για να περιγράψει το πρόβλημα της Μέμας. Αναγκαστικά όλη η οικογένεια ακολουθούσε το πρόγραμμα της μικρούλας Μέμας. Με ευλάβεια. Οποιαδήποτε αλλαγή στη διατροφή ή στη δραστηριότητα της αδελφής της έκανε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα της να ανεβοκατεβαίνουν. Συχνά, το κορμάκι της αδελφής της το τάραζαν οι σπασμοί μιας υπογλυκαμίας, προκαλώντας τρόμο σε όλη την οικογένεια που φοβόταν τα χειρότερα. Οι υποδόριες ενέσεις έγιναν μια καθημερινότητα. Όλα συνηθίζονται με τον καιρό. Και οι ενέσεις, και τα ξυπνήματα της μητέρας της δύο φορές κατά την διάρκεια της νύχτας για να τσεκάρει (πάλι με τρύπημα) το σάκχαρο της μικρής και το αυστηρό διαιτολόγιο που ακολουθούσαν όλοι ώστε να νιώθει η Μέμα πιο φυσιολογική. Η ζάχαρη πετάχτηκε δια παντός από το σπίτι, το πρόγραμμα των γευμάτων τηρείτο με στρατιωτική πειθαρχία. Αλλά, οι ανθρώπινες αντοχές και η προσαρμοστικότητα των ανθρώπων είναι ανεξάντλητη. Η Μέμα μεγάλωσε, το πρόβλημά της έγινε τρόπος ζωής και οι υπόλοιποι μάθανε να ζουν με αυτό. Ο διαβήτης της Μέμας λειτούργησε ως κανόνας στη ζωή της Άννας και έγινε η αιτία για την διαμόρφωση του χαρακτήρα της. Έμαθε και αυτή να νιώθει άνετα στα τακτικά ωράρια, να πεινάει ακριβώς την ώρα του κάθε γεύματος, να βάζει τη ζωή της σε "κουτάκια", να εκτιμάει την τάξη, να ηρεμεί μόνο όταν έχει προγραμματίσει τα πάντα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Και φυσικά, το πρόβλημα της αδελφής της έγινε η αιτία για να επιλέξει το επάγγελμα της νοσηλεύτριας. Δεν ήθελε και ούτε μπορούσε να γίνει γιατρός- όπως κρυφοελπίζανε οι γονείς της. Δεν είχε το τσαγανό για την ιατρική, υπέφερε όταν έπρεπε να λάβει αποφάσεις, ήταν δειλή και άτολμη όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει, για παράδειγμα, τις υπογλυκαιμίες της Μέμας- στις σπάνιες περιπτώσεις που η μητέρα της έλειπε. Παρόλα αυτά, λειτουργούσε καλά στις εντολές, αρκεί κάποιος άλλος να έπαιρνε πάνω του την ευθύνη. Η νοσηλευτική ήταν μια καλή επιλογή. Και ήταν μία επιλογή στην οποία θα μπορούσε να ανθίσει επαγγελματικά. Η Άννα πάντα ήξερε τα όριά της και ένιωθε καλά μέσα σε αυτά. Και όταν ένιωθε καλά, απέδιδε θεαματικά. Ήταν εργατική, ήταν πρόθυμη και κανείς δεν την έφτανε σε ζήλο. Όταν διορίστηκε, πριν δύο χρόνια, σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της χώρας, η Άννα ένιωσε πια πως άγγιζε τον ουρανό από την ευτυχία. Ωστόσο, συνέχιζε να είναι μαζεμένη, συνέχισε να προτιμάει το καβούκι της, συνέχισε να αποφεύγει τα ταξίδια ( η οικογένειά της ταξίδευε σπάνια γιατί τα ταξίδια αποδιοργάνωναν το πρόγραμμα και το διαιτολόγιο της Μέμας)
Όπως στη δουλειά της, έτσι και στη συγκατοίκηση η Άννα προτιμούσε να δίνει αλλού τα ηνία. Η Ζωή έπαιρνε από την αρχή της συγκατοίκησής τους - που μετρούσε ήδη 4 ολόκληρα χρόνια- τις σοβαρές αποφάσεις για το σπίτι, έκανε τις συζητήσεις με τον ιδιοκτήτη για κάθε βλάβη ή επισκευή, ρύθμιζε το ενοίκιο και την ανανέωση μίσθωσης. Η Άννα είχε πιο "γυναικεία" καθήκοντα: το σούπερ μάρκετ και την ανανέωση των προμηθειών, το καθάρισμα, το "στόλισμα", τη φροντίδα των φυτών που είχαν στο μπαλκονάκι. Ένιωθαν και οι δυο μια χαρά με το μοίρασμα των καθηκόντων και η Άννα ευλογούσε την τύχη της που είχε πέσει πάνω στη Ζωή, τότε που είχε αποφασίσει να φύγει από το πατρικό της.
Τώρα, με τον Μάρτιν να κοιμάται μακάρια δίπλα της, με την αγαπημένη της ταινία να παίζει σε χαμηλή ένταση, με τη βροχή να πέφτει έξω ρυθμικά και με την αγάπη του Δημήτρη να ζεσταίνει την καρδιά της, η Άννα δεν μπορούσε παρά να νιώθει απολύτως ευχαριστημένη. Ένιωθε ζεστή και ασφαλής, το ρούμι της είχε φέρει μία γλυκιά υπνηλία και ανυπομονούσε να χωθεί κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμά της με τον Μάρτιν να της θερμαίνει τα πόδια. Αγαπούσε αυτό το ζώο, το ένιωθε σαν παιδί της. Από τότε που ο Μάρτιν τις επέλεξε και τις ακολούθησε στο διαμέρισμα, επειδή απλώς με την Ζωή του είχαν δώσει τα υπολείμματα των σάντουιτς που κρατούσαν, ο Μάρτιν είχε γίνει ο τρίτος συγκάτοικος. Κάποιοι τον είχαν παρατήσει στον σκουπιδοτενεκέ της γειτονιάς, και ο φουκαράς ήταν γεμάτος ψύλλους και παράσιτα, λερός και ψωριάρης. Μόλις τέθηκε όμως υπό την προστασία τους και υπό την κηδεμονία τους, πήρε τα πάνω του και σημείωσε άλματα, τόσο στην ανάπτυξη όσο και στην εμφάνιση. Είχε πλέον ένα μακρύ, απαλό τρίχωμα και μία τρομερά φουντωτή ουρά και- παρά το ότι η κτηνίατρος έσχιζε το πτυχίο της πως ο Μάρτιν ανήκε στο απλό οικιακό είδος και δεν είχε ίχνος αριστοκρατικής ρίζας- η Άννα πίστευε πως το γατάκι τους ήταν το μπασταρδάκι μιας Περσίδας γάτας. Ήταν ένα ήσυχο και καλόβολο γατί και η μόνη του ιδιαιτερότητα ήταν πως του άρεσε να ψαχουλεύει το καλάθι με τα άπλυτα ρουφώντας με ηδονή τη μυρωδιά τους. Η Ζωή έλεγε πως ο γάτος τους ήταν βιτσιόζος, και πως του άρεσαν τα φορεμένα κιλοτάκια τους αλλά η Άννα πίστευε πως απλώς ο γάτος ένιωθε ανασφάλεια επειδή τον άφηναν πολλές φορές μόνο και πως ζητούσε παρηγοριά στη μυρωδιά τους. Ήξερε να αναγνωρίζει την ανασφάλεια γιατί και η ίδια ήταν ανασφαλής. Σάμπως και η ίδια δεν είχε τη συνήθεια να μυρίζει τα ρούχα των αγαπημένων της- της Μέμας παλιά, του Δημήτρη πιο πρόσφατα- γιατί έτσι νόμιζε πως γεμίζει το κενό της απουσίας τους;
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...