Κεφάλαιο 38

1.7K 159 5
                                    

Το γραφείο του δεν ήταν ακριβώς γραφείο. Ήταν ολόκληρο διαμέρισμα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε σκούρο γκρι χρώμα και το δάπεδο επενδεδυμένο με επίσης σκούρα σανίδια. Το τραπέζι του γραφείου του ήταν ολοστρόγγυλο, καθαρό από χαρτούρα, την οποία μάλλον φύλαγε σε ένα έπιπλο αντίκα, το οποίο και τελικά άνοιξε βγάζοντας ένα φάκελο του έγραφε:         " Ιατρικά μαμάς"

Της φάνηκε αστείο που είχε γράψει "μαμά", δεν φαινόταν ο τύπος που προσφωνεί μαμά οποιαδήποτε μαμά, πολύ περισσότερο τη συγκεκριμένη " μαμά"

" Εδώ θα βρείτε όλα όσα πρέπει να ξέρετε. Αν έχετε και την καλοσύνη τακτοποιείστε τα. Μάλλον θα επικρατεί χάος"

" Θα βάλω τις εξετάσεις κατά ημερομηνία..." είπε αυτή. Αλίμονο, η τάξη ήταν κάτι στο οποίο θα μπορούσε να πάρει βραβείο. Νόμπελ ψυχαναγκασμού, έλεγε η Ζωή...

Σε συνέχεια του γραφείου, υπήρχε μία καλά οργανωμένη κουζίνα. Η Άννα την κοίταξε με περιέργεια και εκείνου δεν του διέφυγε το βλέμμα της: " Θέλω να έχω μία αυτονομία, οι ώρες μου είναι ακατάστατες και δεν συμπίπτουν πάντα με τις ώρες της τραπεζαρίας. Επιπλέον, μου αρέσει να μαγειρεύω, ειδικά όταν έχω καλή παρέα"

Η Άννα κοκκίνισε. Ούτε αυτό του διέφυγε. " Θα θέλατε έναν εσπρέσο, στα γρήγορα;"

Εκείνη κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ. Τι είχε πάθει; Είχε αρχίσει να σκέφτεται σαν τη Ζωή που έβρισκε  υπονοούμενα κρυμμένα κάτω από κάθε αντρική φράση. Καλή παρέα... Στα γρήγορα... Της είχε φύγει κανονικά το μυαλό από το κεφάλι της. Τι στο καλό σκεφτόταν; Ήταν πια πολύ κοντά της και μπορούσε να μυρίσει το άρωμά του. Και αυτό θύμιζε πεύκο, θύμιζε εξοχή, θύμιζε ξύλο...

" Ε, ναι, ας πιω έναν" είπε αυτή. Τον ακολούθησε στην κουζίνα. Ενώ η μηχανή του εσπρέσο ξερνούσε γουργουριστά τον καφέ, εκείνη κοιτούσε το πλατύ παράθυρο της κουζίνας και την θέα.

" Από κάθε πλευρά, έχεις και άλλη θέα" είπε. " Εδώ είναι σαν να μπαίνει μέσα το δάσος, δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα!"

" Μου αρέσει να βλέπω έξω όταν ετοιμάζω φαγητό. Εξάλλου, για αυτό το λόγο παράτησα τα πάντα στην Αθήνα και εγκαταστάθηκα εδώ... Λοιπόν, δεν μου είπατε. Πως σας φάνηκε η μαμά μου;"

Έψαξε τις λέξεις: " Ε..., ενδιαφέρουσα... Ιδιαίτερη προσωπικότητα"

" Ναι" είπε εκείνος σκεπτικός. Της έδωσε τον καφέ. " Από εκείνη πήρατε τα χρώματα" συμπλήρωσε αυτή και αμέσως το μετάνιωσε. Του φερόταν σαν να ήταν γάτα σε οίστρο. Λίγο ακόμα και θα σερνόταν με τα οπίσθιά της στον τοίχο.

" Και πολλά άλλα, δυστυχώς" είπε αυτός αινιγματικά. " Κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει από την κληρονομικότητα, και ούτε από την οικογένειά του. Μας καθορίζει για πάντα"

Εκείνη έκλεισε τα μάτια και ανεβοκατέβασε το κεφάλι. Συμφωνούσε απόλυτα.

" Οι δικοί σας...;"

" Πίσω στην Αθήνα... Όσοι έχουν απομείνει". 'Ηταν σχεδόν έτοιμη να του πει τα πάντα.

Εκείνη τη στιγμή έλαβε μήνυμα.

"Παρακαλώ, κάντε δουλειά σας" είπε αυτός και έκανε πως συμμαζεύει τον πάγκο για να της εξασφαλίσει κάποια ιδιωτικότητα. Η Άννα έβγαλε το κινητό από την τσέπη και διάβασε:

" Ο Μάρτιν έχει τρελαθεί. Κλαίει όλη μέρα. Ίσως ήταν λάθος που τον άφησες πίσω"

Η 'Άννα φούντωσε από οργή. Η Ζωή υπονοούσε πως είχε παρατήσει τον γάτο, ενώ η ίδια η Ζωή είχε επιμείνει να τον ρίξουν σε κλήρο! Το καημένο το ζωάκι θα είχε λαλήσει μόνο του, αφού η πρώην φίλη της έλειπε σχεδόν διαρκώς, ακόμα και όταν βρισκόταν στην Αθήνα. Ήθελε να της απαντήσει, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη ώρα.

" Ο φίλος σας;"

" Ε, όχι..." είπε αυτή αφηρημένη.

" Σας τάραξε το μήνυμα, βλέπω"

" Δεν με τάραξε, με θύμωσε! Ο γάτος μου με πεθύμησε. Η πρώην συγκάτοικος μου τον κράτησε με το στανιό"

" Αφου το αγαπούσατε, γιατί αφήσατε το ζώο πίσω;"

" Η αλήθεια είναι πως υποχώρησα γιατί δεν ήξερα και τις συνθήκες της δουλειάς εδώ"

" Χα, εδώ αγαπάμε τα ζώα. Μερικοί από μας αγαπάμε τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους...Δεν θα είχαμε πρόβλημα" Της χαμογέλασε. Είχε αυτά τα αστραφτερά δόντια που τον έκαναν να μοιάζει πολύ νεότερος. Κρίμα που χρησιμοποιούσε σπάνια το γέλιο του...Την πλησίασε και αυτή πήρε μία στάση άμυνας.

" Απλώς θέλω να πάρω το φλιτζανάκι σας" είπε εκείνος κάπως ειρωνικά.

"Βέβαια, βέβαια..." είπε εκείνη, και σκοτώθηκε να του το δώσει. " Έχετε και την πεζοπορία και εγώ σας καθυστερώ"

" Μπα, ήταν ευχάριστο το διάλειμμα. Θα πρότεινα να πάτε για φαγητό στην τραπεζαρία. Έχουμε χοιρινό με δαμάσκηνα για πιάτο ημέρας"

Την κοιτούσε τώρα εξεταστικά. Εκείνη δεν ήξερε κατά που να κάνει. Ήθελε να τρυπώσει στο πάτωμα για να αποφύγει το βλέμμα του. " Πάμε λοιπόν" είπε ο Αλεξανδράκης.

Βγαίνοντας συνάντησαν τη Γιώτα. Αυτός τις χαιρέτησε και περπάτησε βιαστικά προς την έξοδο.

" Μπραβ' σου, αμέσως, ξιμοναχιάστηκ΄ς με τι αφεντικό" της είπε η καμαριέρα και την άφησε πίσω της γελώντας με την καρδιά της.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now