Με τα κρουασάν στο ένα χέρι και με τον λατε στο αλλο, η Αννα κάθισε σε ένα παγκάκι του νοσοκομείου για να απολαύσει μερικές στιγμές χαλάρωσης πριν αρχίσει η φρενίτιδα της βάρδιας. Το κρουασάν ήταν υπεροχο και καθώς οι γευστικοί της κάλυκες γεύονταν την κρεμωδη υφή της σοκολάτας, η Αννα σκέφτηκε πως είχε παραμείνει μέσα της αυτο το αίσθημα ενοχης κάθε φορα που δοκίμαζε κάτι γλυκο, απότοκο της ζάχαρο- απαγόρευσης που επικρατούσε πάντα στο πατρικό. Το παγκάκι ήταν υγρό αλλά δεν την ένοιαζε. Της άρεσε η ερημιά του προαυλίου του νοσοκομείου, τα ψηλά δέντρα που έσταζαν ακομα, η μελαγχολική ατμόσφαιρα του πρωινού. Συντομα θα συναντούσε και τον Δημήτρη, στη γνωστή γωνία του διαδρόμου του Ουρολογικου που τους πρόσφερε μια κάποια κάλυψη από τα αδιάκριτα βλέμματα. Θα λέγανε βιαστικά τα νέα τους και ίσως να αγγίζονταν φευγαλέα. Μετά η Αννα θα πήγαινε στο τμήμα της πετώντας, πανέτοιμη να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δυσκολία. Το κινητο φτερούγισε στην τσέπη της και η Αννα βρήκε στο μεσσετζερ ένα μακροσκελές μήνυμα της Ζωής.
« Έφτασα πριν τρεις ωρες, τώρα εδώ είναι δώδεκα. Χαλια πτήση, πέτυχα ολους τους αναποδους επιβάτες, νοσταλγώ εκείνες τις ωραίες πτήσεις εσωτερικού στην προηγούμενη δουλεια, σε όλο τον Ατλαντικό φοβόμουν πως κάποιος θα έβγαζε όπλο για να μας πει: πάτε ντουγρου προς το Καπιτώλιο να το κανουμε σκόνη!!! φταίνε μάλλον οι ταινίες που έχω δει, ποτε δεν ξανανιωσα τέτοιο φόβο. Το ξενοδοχείο είναι τέλειο, έχω τεράστιο δωμάτιο, και στο λόμπι μου είπαν πως υπάρχει σήμερα lobster night , θα τρώνε όλοι αστακούς και τέτοια, αλλά δεν έχω με ποιον να παω. Ο Μαρτιν τι κάνει; Τα τακούνια με πέθαναν, δεν ξανα φοράω τακούνι στη δουλεια, μια χαρα ύψος έχω, γιατί να καταπονώ τη μέση μου. Περιμενω περίοδο και μου φταίνε όλα, και κυρίως μου φταιει πως ο πιλότος ήταν από αυτούς τους πιστούς παντρεμένους και πήγε ήδη για ύπνο χωρίς να προτείνει ούτε ένα ποτό! Ολόκληρη Νέα Υόρκη και το μόνο που θέλω είναι να πέσω να ξεραθω. Χωρίς έναν αντρα να με συνοδέψει που να παω; Εσυ καλα;»
Ακόμα και από το μήνυμα η Αννα μπορούσε να καταλάβει πως η φίλη της δεν ήταν στα πάνω της. Και αυτο ήταν σπάνιο. Τόσο σπάνιο που η Αννα ανησύχησε αληθινά. Στα τόσα χρόνια της πραγματικά αρμονικής συγκατοίκησης είχαν αποκτήσει την αλληλεπίδραση ενός ζευγαριού.Πριν ακόμα μιλήσει η μια, από την ανάσα που έπαιρνε πριν εκφέρει τις λέξεις, η άλλη ηξερε πως νιώθει. Η Ζωη συνήθως ένιωθε καλα και αν δεν ένιωθε ηξερε να το μασκαρευει κάτω από τόνους χιουμορ. Η γκρίνια δεν ήταν στο γυναικείο οπλοστάσιο της. Απεχθανόταν κάθε έκφραση γυναικείας μιζέριας ( ταιριάζανε πολύ σε αυτο) και χρησιμοποιούσε κοροϊδευτικά παρατσούκλια για όσες χρησιμοποιούσαν τα κλάματα για να αποσυμπιεστούν. Κόρη μεταναστών από τη Γερμανία, η Ζωη έμαθε νωρις να αυτοεξυπηρετειται, και ήδη από τα επτα της χρόνια κυκλοφορούσε μονη της στο Μόναχο πηγαίνοντας στο σχολειο. Όταν έσκασε εκείνη η τρομακτική είδηση για έναν τρελό παιδόφιλο που είχε αρπάξει και φυλακίσει για είκοσι ολόκληρα χρόνια ένα κορίτσι, η Ζωη είχε πει: « Ευτυχως που δεν γνώριζα τοτε σε το κινδύνους ήμουν εκτεθειμένη. Thanks God ήμουν άγαρμπο κοριτσάκι, ασχημουλικο και μαυριδερό, και τη γλίτωσα» Μετά είχε γελάσει βεβιασμένα, και είχε αλλάξει συζήτηση. Πολλές φορές όμως, μετά από ποτά, ψιλομεθυσμενη της είχε εξομολογηθεί πως είχε περασει πολύ μοναχικά παιδικά χρόνια. « Γύριζα από το σχολειο στις 4 και οι γονεις μου ερχόταν στις οκτω. Είχα κρεμασμένο το κλειδί του σπιτιού σε ένα σκοινί που κρεμόταν από το λαιμο μου και με αυτο άνοιγα. Αν υπήρχε φαΐ, έτρωγα. Αν δεν υπηρχε, καταπινα αέρα και εκανα υπομονή. Μια φορα που είχα γαστρεντερίτιδα, λιποθύμησα· συνήλθα παλι μονη και σύρθηκα ως τη γειτόνισσα για να ζητήσω βοήθεια. Όταν γυρνούσαν οι γονεις μου, με χωνανε για υπνο. Ούτε Μα ούτε ξεμα, θέλοντας και μη κοιμόμουν. Ουσιαστικά δεν προλάβαινα να τους δω, ζούσα με αλλα λογια μονη. Για αυτο τώρα καιω πλουτωνιο ενώ άλλοι καίνε κάρβουνο. Αναγκάστηκε το κεφάλι μου να στροφαρει νωρις» κατέληγε με μια δόση πικρίας. Και της Αννας τα παιδικά χρόνια δεν ήταν ακριβως εύκολα αλλά η οικογένεια της ήταν τρομερά δεμένη και η παρουσία των γονιών της ήταν διαρκής. Η μητερα της δεν δούλευε έτσι κι αλλιως και ο πατέρας της είχε ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην Καλαματα, ακριβως κάτω από το σπιτι τους. Αχ, ο γλυκός της πατερούλης... τόσο φινος στους τρόπους, τόσο μειλίχιος. Η ζωη δεν του είχε φερθεί ομορφα, αν και το άξιζε!
Η Αννα απάντησε: « Είναι σίγουρη πως ήδη θα νιώθεις καλυτερα, οταν ξυπνησεις και διαβάσεις το μήνυμα μου. Είμαι ήδη στη δουλεια, γιατί και εγω δεν πέρασα καλή νύχτα. Ο Δ. εφημέρευε και το σπιτι ήταν άδειο χωρίς την άγριοφωνάρα σου. Ο Μαρτιν μια χαρα. Δυστυχώς όμως ξετρύπωσε από κάπου ένα αντρικό σλιπάκι και γλίτωσε στο τσακ το να τον βάλω σε κλίβανο αποστείρωσης. Τι θα γίνει με αυτή του τη συνήθεια; ΥΓ: Ψάξε να βρεις τον ιδιοκτήτη του χαμένου σλιπ. Α, όχι, μην ψάχνεις, το πέταξα στα σκουπίδια. ΥΓ2: Μπλιαχ! ΥΓ3: Γυρνα σπιτι ασφαλής σε παρακαλω. Καλή πτησηηηη!»
Αποτελείωσε το κρουασάν και μπήκε στην είσοδο του νοσοκομείου που είχε ήδη αρχίσει να γεμίζει από ασθενείς και συνοδούς. Η δουλεια θα ανακούφιζε την ανεξήγητη ένταση που είχε στους κροτάφους και ίσως σταματούσε να σκέφτεται ποσο πολύ έμοιαζε αυτο το περιβόητο εσώρουχο με τα σλιπάκια του Δημήτρη.
« Έχεις φλιπαρει!" είπε δυνατά στον εαυτό της την ώρα που εμπαινε στο ασανσέρ. Και το ότι μιλούσε στον εαυτό της δυνατά αποδείκνυε ακόμα πιο ισχυρά το φλιπαρισμα της!
YOU ARE READING
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...