Κεφάλαιο 17

1.8K 152 24
                                    


Δεν ήθελε να θυμάται εκείνη τη νύχτα .Ουτε και τις επομενες, αυτές που ακολούθησαν. Είχε φυγει εκεινο το βραδυ, είχε μπει στο πρώτο ταξι που βρήκε και είχε πάει να συναντήσει τον Δημητρη. Μόνο και μόνο για να αποφύγει να μείνει στο ίδιο σπιτι με τη Ζωη. Ένιωθε την καρδια της παγωμένη από τις ενοχές. Δεν ήταν η πρώτη φορα που ένιωθε ετσι. Ενοχή ήταν πια το δεύτερο της όνομα και μάλλον όχι αδικα. Είχε καταστρέψει την πρώτη οικογένεια της και τώρα πια είχε καταστρέψει και τη δευτερη. Aυτη που είχε δημιουργήσει με τη Ζωη. Γιατί, ναι, η Ζωη ήταν οντως οικογένεια της. Είχε πάρει τη θέση της Μεμας, είχε γίνει αδελφη της. Και αυτή  με τις ηλίθιες υποψίες της, βασισμένες σε σαθρές, ανόητες αποδειξεις, όπως ένα κοινότοπο αντρικό εσωρουχο,  είχε πληγώσει τρομερά τη Ζωη. Όσο δυνατή και χοντρόπετση και να έδειχνε η φίλη της ( ή τώρα πια έπρεπε να πει η πρώην φίλη της;) η Αννα ηξερε πως ήταν υπερβολικά ευαίσθητη σε τέτοια θεματα.

Εκείνη τη βραδια μπήκε στο εστιατόριο του Τζινο,ελπίζοντας ( τι παραξενο!) να την παρηγορήσει ο Δημήτρης για τη Ζωη!Ηθελε να του τα ξεράσει όλα, ήθελε να πάρει άφεση αμαρτιών έστω από αυτον. Εκείνος ήρθε τρομερά αργοπορημένος και δεν μπήκε καν στη διαδικασία να απολογηθει. Ένιωθε ξεκρέμαστη καθώς καθόταν απέναντι του  βλέποντας τον να καταβροχθίζει με ορεξη την μακαρονάδα του, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων. Για αυτον τον αντρα είχε συγκρουστεί με τη Ζωη;

« Γιατί είσαι σαν ανάποδο γαμωτο;» είπε εκείνος ανάμεσα στις μπουκιές του.

« Θες να σου απαριθμήσω τους λόγους;»

« Όχι, ιδιαίτερα... Δεν θέλω να μου κοπεί η ορεξη.»

Χώθηκε βαθιά στην καρέκλα της θέλοντας να συρρικνωθεί, αλλά είπε τρεμάμενα : « Ξέρεις τι μερα είναι; Έχω τη γιορτή μου σήμερα»

« Οχου, σορρυ, βρε Αννα... το ξέρεις πως δεν τα παω καλα με τα εορτολόγια, δεν είμαι ακόμα εκατό χρονων σαν τη μανα μου, χε,χε ...» είπε εκείνος γελώντας.

Πόσο πιο άσχημα μπορούσε να πάει η μέρα, αναλογίστηκε η Άννα. Ένιωσε πως τίποτα δεν την έδενε με το άτομο που είχε απέναντί της. Δεν ήταν ο Δημήτρης αυτός! Δεν ήταν ο Δημήτρης αυτός ο κυνικός ξένος που έκανε πλάκα εις βάρος της. Πότε είχαν αλλάξει όλα; Τι είχε συμβεί; 

Καθάρισε τον λαιμό της από ένα γρέζι, που ήταν η ίδια η πίκρα της σφηνωμένη στο λαιμό της.

" Σκεφτόμουν πως έχουμε απομακρυνθεί και αναρωτιέμαι γιατί έχει συμβεί αυτό' σε τί έφταιξα..."

Σιχαινόταν τον εαυτό της που μιλούσε τόσο κακομοίρικα, τόσο γκρινιάρικα, σαν να εκλιπαρούσε για εξηγήσεις' τη στιγμή μάλιστα που ο Δημήτρης έδειχνε πλήρως αποστασιοποιημένος. Γιατί έπαιρνε το βάρος πάνω της; Αυτός είχε αλλάξει, όχι αυτή! Γιατί λοιπόν είχε αυτή το απολογητικό ύφος; 

Την κοίταξε πιο γλυκά, σχεδόν τρυφερά:

" Συμβαίνει αυτό στις σχέσεις, ξενερώνουν με τον καιρό"

Η ατάκα του την χτύπησε σαν χαστούκι. Έψαξε το ποτήρι της στα τυφλά  και ήπιε μια γουλιά, Της ήταν αδύνατον να μιλήσει, είχε χάσει τη φωνή της μπροστά στην ωμή παραδοχή του.

" Αλλού μας είχα αφήσει εγώ..." είπε τελικά. " Νόμιζα πως είχαμε κάτι ιδιαίτερο' έτσι μου' λεγες, έτσι καταλάβαινα"

Της έκανε ένα συμβιβαστικό νεύμα. " Προέκυψε κάτι, είναι αλήθεια..." είπε και για πρώτη φορά της φάνηκε πως εκείνος ντρεπόταν. " Γνώρισα μία γυναίκα, μια άλλου τύπου γυναίκα' δεν φταις εσύ, εγώ φταίω, ήσουν μια χαρά κορίτσι, παραήσουν καλό κορίτσι- δεν ξέρω πως να στο εξηγήσω' τόση καλοσύνη επιφέρει ξενέρωμα, βρε, Άννα. Είμαι νέος' δεν θέλω με την γκόμενά μου να πίνω χαμομήλι στον καναπέ' θέλω να φλέγομαι' θέλω να καίγεται για πάρτη μου. Εμείς ήμασταν για ΚΑΠΗ πια, πολύ συντηρητισμός και αγκαλίτσες, πολύ πιτζάμα και τηλεόραση, τον ψάχνω πια ανάμεσα στα πόδια μου, σάπισε από την αχρηστία, σόρρυ κιόλας που μιλάω έτσι ανοικτά, αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου' δεν γουστάρω εγώ το δούλεμα' να σας έχω και της δύο, δεν είναι του τύπου μου..." 

" Την ξέρω;" ρώτησε η Άννα. Η φωνή της είχε γίνει πια ένας ψίθυρος.

Ο Δημήτρης χαμογέλασε σαρδόνια: " Χμ, ναι, νομίζω πως την ξέρεις πολύ πολύ καλά..."


Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now