Kεφάλαιο 28

1.8K 162 3
                                    

Ξύπνησε αναζωογονημένη, έχοντας χορτάσει ύπνο, πριν καλά καλά χτυπήσει το ξυπνητήρι του κινητού της. Για λίγο, κοίταξε παραξενεμένη τον χώρο, και μετά συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε ξενοδοχειακό δωμάτιο και όχι στην αετοφωλιά. Το σώμα της ζεστό, με χαλαρές τις αρθρώσεις από τον άνετο ύπνο, δεν είχε καμία σχέση με εκείνο το παγωμένο σώμα που είχε τα πρωινά στο διαμερισματάκι τους με τη Ζωή. Τότε ( δηλαδή μόλις πριν επτά μέρες!) σηκωνόταν με το ζόρι, με τα άκρα της ξυλιασμένα, παρόλο που χρησιμοποιούσε ένα βαρύ παπλωμα για τον βραδινό ύπνο. Χρειαζόταν τουλάχιστον πέντε λεπτά ώσπου να κουνηθεί, λες και πραγματικά τα μέλη του σώματος ήταν κρυσταλλωμένα και χρειαζόταν απόψυξη για να πάρουν μπρος.

Σηκώθηκε με κέφι και μπήκε στο μαρμάρινο μπάνιο. Λούστηκε με το σαμπουάν, στέγνωσε τα μαλλιά της και μετά στάθηκε αναποφάσιστη στον καθρέπτη του μπάνιου, κοιτώντας το νεσεσέρ με τα καλλυντικά. Μήπως θα έπρεπε να βαφτεί ώστε να παρουσιάζει μία πιο επιμελημένη εικόνα στην πρώτη της επαφή με το αφεντικό;  Άβαφη φαινόταν πολυ μικρότερη από την ηλικία της και ίσως ο εργοδότης της να πίστευε πως δεν διέθετε αρκετή πείρα. Θυμήθηκε τη Ζωή, που πάντα τη συμβούλευε για το πως θα ντυθεί και πως θα βαφτεί πριν από κάθε σημαντικό ραντεβού. Αλλά γιατί την σκεφτόταν;;; Της είχε καταστρέψει τη σχέση της και μετά την είχε πετάξει έξω από το σπίτι ελαφρά τη καρδία, ενώ μάλιστα ήταν τόοοοοοοσο ένοχη. Ήταν σίγουρη πως η Ζωή δεν ένιωθε τίποτα για τον Δημήτρη και ας είχε κάνει σεξ μαζί του. Ίσως είχε κοιμηθεί με τον δικό της φίλο απλώς για να αποδείξει στον εαυτό της πως ήταν επιθυμητή ΚΑΙ από τον Δημήτρη. Ήταν τέτοια η εγωπάθειά της, τέτοια η φιλαρέσκεια της που πούλησε τη φιλία 4 χρόνων μόνο και μόνο για να πάρει επιβεβαίωση. Ίσως πίστευε πως ο Δημήτρης δεν θα της τα ξερνούσε όλα. Ή ίσως ήταν μεθυσμένη όταν το έκανε... Η Άννα ένιωσε θυμωμένη με τον ίδιο της τον εαυτό. Ορίστε! Έδινε και άλλοθι στη Ζωή... Έφταιγε το αλκοόλ, και όχι η αδηφάγα Ζωή...

Το ερώτημα όμως παρέμενε. Να βαφόταν ή όχι; Πως άραγε να την προτιμούσε ο Γιάννης Αλεξανδράκης; Φυσική; Ή με ένα ήπιο μακιγιάζ; Ή με ένα έντονο μακιγιάζ. Η Ζωή πάντα έλεγε πως οι άντρες δεν έχουν ιδέα από όλα αυτά. Τους νοιάζει το τελικό αποτέλεσμα, και δεν τους νοιάζει η διαδικασία. " Δεν τους νοιάζει αν τα στήθη της γυναίκας είναι γεμάτα μπαλόνια σιλικόνης, σκασίλα τους, ουτε που το καταλαβαίνουν, αρκεί το αποτέλεσμα να ικανοποιεί την αισθητική τους. Ακόμα και αν έχεις σοβαντιστεί με οικοδομικό τσιμέντο, εκείνοι δεν θα το καταλάβουν και ίσως να πιστέψουν πως έχεις την απόλυτη, φυσική ομορφιά, χαχα, πόσο χαζοί, οι έρμοι". Η Άννα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα χαμόγελο στη σκέψη των όσων έλεγε η Ζωή. Όσο παλιοχαρακτήρας κι αν είχε αποδειχτεί, ήταν πραγματικά απολαυστική ως προσωπικότητα, της έφτιαχνε το κέφι, της έδινε ζωή ( όπως ακριβώς υποσχόταν το ίδιο της το όνομα)

Η Άννα κοίταξε τον καθρέπτη και είπε στον εαυτό της φωναχτά, σηκώνοντας μάλιστα το δάκτυλο στο είδωλό της: " Δεν μπας καλά κορίτσι μου! Που νοσταλγείς την ύαινα!...."

Έβγαλε το μεικ απ και άπλωσε μία στρώση στο δέρμα της. Μετά λίγο ρουζ, λίγη μάσκαρα, το γνωστό κερασί κραγιόν. Όχι πιο πολύ, θα τρομάξει ο τύπος, σκέφτηκε και γέλασε.

Πίσω στο δωμάτιο, μπροστά στην ανοικτή βαλίτσα, άρχισε ένα νέο δίλημμα: Παντελόνι ή φούστα; Η Ζωή θα της έλεγε, βέβαια: " Δείξε, κορίτσι μου, τα πόδια σου, το παντελόνι είναι ρούχο μισητό για τους άντρες. Δείξε τις ωραίες γάμπες σου και ο άντρας που θα είναι απέναντι θα σου κατεβάσει τα αστέρια"

Έβγαλε μία τουίντ φούστα που ταίριαζε με τον καιρό και ένα μαλακό πουλόβερ σε μελιτζανί χρώμα. Φόρεσε τις μπότες της. Μετά τις έβγαλε. Φόρεσε κάτι στρωτές γόβες. Μετά τις ξαναέβγαλε. Ξαναφόρεσε τις μπότες. Στα βουνά θα πηγαίνανε, στο κάτω κάτω, δε θα φορούσε γόβες! Βρήκε το άρωμα και έριξε ένα ψιτ πίσω από τα αυτιά. Έβγαλε και ένα καφέ σακάκι και ένα φουλάρι. 

Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη: " Pas mal" είπε στον αέρα. Έκλεισε τη βαλίτσα. Επιθεώρησε τον χώρο μην τυχόν και έχει ξεχάσει κάτι. Στις εννιά ακριβώς βγήκε από το δωμάτιο με τη βαλίτσα, έκανε τσεκ αουτ, και μπήκε με τη βαλίτσα στο χώρο του πρωινού.

" Φσσσσσ... καλά, ε, τα σπας σήμερα!" άκουσε τον Γιώργο να της σφυρίζει την ώρα που έβαζε στο πιάτο της αυγά με μπέικον. " Τι να σε κεράσω από τον μπουφέ;" αστειεύτηκε.

" Πεινάω σαν λύκος αλλά το αφεντικό μου επισήμανε στο μέιλ να μην φάω βαριά, γιατί ο δρόμος έχιε στροφές"

" Μπα, μπα, μπα, πως δεν σου είπε και τί χρώμα κυλοτάκι να φορέσεις"

Κόντεψε να της πέσει το πιάτο από το χέρι από τα γέλια.

" Προφανώς είναι τύπος που αγαπάει τον έλεγχο. Ή ίσως να νομίζει πως είμαι καμία μη μου άπτου γκόμενα, που θα ξερνάει σε κάθε χιλιόμετρο διαδρομής"

Καθίσανε σε ένα τραπέζι με τα πιάτα τους φορτωμένα.

" Δεν το πιστεύω πως σε χάνω τώρα που σε βρήκα" της είπε γελαστά Γιώργος.

Μπουκωμένη με ένα κρουασάν εκείνη είπε: " ΟΥΤΕ εγώ..., τι κρίμα..."

Σκούπισε τα χέρι του σε μία πετσέτα και είπε: " Πω, ρε, συ θα το ξεχνούσα! Δεν έχουμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Θα έψαχνα μία ομορφη νοσοκόμα με το όνομα Άννα πάνω στα βουνά. Θα ούρλιαζα το όνομά σου στις κορυφές, σαν απελπισμένο αγριοκάτσικο"

" Θα πνιγώ!" του είπε αυτή. " Γράψε και κάνε μου αναπάντητη για να έχω και το δικό σου: 6977...."

" Ποιο είναι το επίθετό σου, μοιραία μου άγνωστη;"

" Ρηγάτου. Το δικό σου;"

"Παπαδόπουλος. Τρομερά ασυνήθιστο σαν εμένα. Ευτυχώς που μου είπεςτο επίθετο, δεν θα ήξερα σε τι όνομα να βγαλω τις άδειες γάμου"

Το γέλιο της ακούστηκε ως τη Λίμνη...




Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora