Κεφαλαιο 99

1.5K 145 5
                                    

Ποια ήταν η αληθεια λοιπόν; Ποιος είχε δικιο; Η καρδιά της που τραγουδούσε στον ρυθμό του έρωτα του ή η Ζωή, η Ελισσαβετ και ο Γιώργος; Ήταν ο Αλεξανδράκης ένας αρρωστος Νάρκισσος, που έψαχνε επιβεβαίωση; Ήταν ο κακός λύκος του παραμυθιού που ήθελε να την καταβροχθίσει; Ήταν ο επιπολαιος αντρας που είχε οδηγήσει στο θάνατο τον αδελφό του, οπως σαφέστατα και ξεκάθαρα της είχε πει η νυφη του;

 Η αληθεια έχει πολλές αναγνωσεις. Η Αννα ένιωθε πως ο Γιάννης ήταν ένας τίμιος αντρας. Αλλά σάμπως έτσι δεν νιωθουν όλοι οι ερωτευμένοι; Δεν τρεχουν να υπερασπιστούν στο ίδιο το μυαλο τους αυτο που αγκαλιάζει η καρδιά τους; Δεν ψάχνουν αλλοθι για να παραμείνουν ερωτευμένοι με το αντικείμενο του πόθου; Πόσες και πόσες καρδιές θα είχαν σωθεί από το ράγισμα αν οι ερωτευμένοι ακούγανε τη λογική και όχι το συναίσθημα... Από την άλλη οι άνθρωποι πάντα μιλούν... Μιλούν και μιλούν και μιλούν.... Άλλοι για να προστατεύσουν όπως η Ζωή, άλλοι για να καταστρέψουν, άλλοι για να διαβάλλουν. Όλοι έχουν άποψη, όλοι πιστεύουν πως κατέχουν την αληθεια... Αλλά η αληθεια χάνεται κάτω από τα πολλά λογια. Εξαφανίζεται κάτω από τον ογκο των απόψεων. Η Αννα γέλασε μονη καθώς θυμηθηκε τη ρήση του εκδότη του Πεντχαουζ: Οι γνώμες είναι σαν τις κωλοτρυπιδες: ο καθένας έχει και από μια...

Όλοι είχαν άποψη για τον Αλεξανδρακη. Το δικό της ένστικτο όμως έλεγε αλλα. Ίσως ακόμα και το ένστικτο της είχε παραζαλιστει. Ίσως η ευθυκρισία της να είχε αλλοιωθεί.. Εξαλλου και με τον Δημήτρη δεν εθελοτυφλούσε; Ο ενδιαφερόμενος πάντα τα μαθαίνει τελευταίος. Ο κερατάς πάντα τα μαθαίνει τελευταίος. Λες και η συναισθηματική εμπλοκή με ένα ατομο σου βάζει αυτόματα παρωπίδες. Λες και σου δένει τα μάτια και σε αναγκάζει να παίζεις τη τυφλόμυγα. Ψαχουλεύουν οι ερωτευμενοι με κλειστά μάτια το πρόσωπο του εραστή και της ερωμένης.  Με δεμένα μάτια ψάχνουν για την αληθεια. Με αγαπαει; Δεν με αγαπαει... Που να δουν την αληθεια όμως; Αφού η αγάπη τους τυφλώνει. Αφού ο ερωτας τους θαμπώνει. Που να καταλάβουν αν το αντικείμενο του έρωτα είναι άξιο της αγαπης τους; Δεμένα μάτια έχουν... Και έτσι αφήνονται στις γνώμες των άλλων. Είναι σκαρτος... Είναι μαλακας... Είναι επιπόλαιος... Μα δεν το βλέπεις πως σε δουλευει; Αχ, Κοκκινοσκουφίτσα πας κατευθειαν στο στομα του λύκου... Τέτοια λένε οι άλλοι. Και συνηθως έχουν δικιο. Ναι, συνηθως έχουν δικιο, γιατί αυτοι δεν έχουν τα μάτια τους καλυμμένα με μαντήλι, έχουν τα μάτια ορθάνοιχτα. Είναι απεξω αυτοι, δεν είναι μέσα στη δίνη. Είναι απεξω αυτοι. Δεν θα πληγωθούν, δεν θα σακατευτουν από την αληθεια. Είναι εξω από τη θολούρα, εξω από τα μαγια, εξω από την τυφλα του έρωτα. 

Μήπως η Αννα δουλευε τον ίδιο της τον εαυτό; Μήπως ενώ είχε αυτιά δεν άκουγε, μήπως ενώ είχε μάτια δεν έβλεπε;

Αναπήδησε από την τρομάρα όταν ο Αλεξανδράκης της χτύπησε το τζαμι.

« Εκει πίσω θα καθίσεις;» τη ρωτησε χαμογελαστά.

« Όχι, βεβαια, όχι» είπε εκείνη και βγήκε από το πίσω κάθισμα.

« Δωσμου ένα λεπτο να τσεκάρω τα σκυλιά μου. Έχω άνθρωπο που τα περιποιείται αλλά θέλω να δω πως είναι με τα δικά μου μάτια»

Χαθηκε πίσω από την εξωτερική πόρτα που προφανώς οδηγούσε στον κήπο του σπιτιού του. Η Αννα εμεινε παλι μονη στη θέση του συνοδηγού με την καρδια της σε αναμμένα κάρβουνα. Και τώρα; Πως θα κυλούσε η διαδρομή για το Πάπιγκο; Τι θα λέγανε; Τι σταση θα πρεπε να κρατήσει εκείνη. Αν ήταν τυπική και μαζεμένη εκείνος θα νόμιζε πως είναι κομπλεξική. Ή πως είχε πάρει πολύ σοβαρα δυο πηδηματάκια. Αν από την άλλη ήταν χαλαρή και ανετη, εκείνος μπορεί να νόμιζε πως ήταν διατεθειμένη να ανεχτεί οποιαδήποτε συμπεριφορα του. Το στήθος φτερούγιζε από μια αγωνία σχεδόν θανατερή. Φοβήθηκε πως θα λιποθυμήσει έτσι εκει, στη θέση του συνοδηγού, ενώ τον περίμενε. Της ήρθε να αποδράσει, να ανοιξει την πόρτα και να φυγει, να γλιτώσει από το κακό που η Ζωή είχε προβλέψει πως την περίμενε. Ποιος θέλει να γίνει το γεύμα ενός κακού λύκου;;;

Μετά τον είδε να έρχεται με το γαλάζιο του πουλοβερ να λάμπει μέσα στη θαμπάδα του απογεύματος. Η νύχτα ερχόταν αλλά ο ουρανός είχε ακόμα το ρόδινο χρωμα του χιονιού. Η Αννα ξαφνικά ένιωσε χαρούμενη στην προοπτική της κοινής διαδρομής τους. Χαρούμενη που τα ήταν κοντα του. Χαρούμενη που θα τον έβλεπε να οδηγεί.  Οι προειδοποιήσεις της Ζωής έσβησαν από το μυαλο της, που έγινε και αυτο άγραφο σαν καθαρό χιόνι. Τιποτα δεν σκίαζε τη χαρα της και αφέθηκε σε αυτή ανενδοίαστα όταν εκείνος της είπε: Παμε για ένα γρήγορο ποτό;

Πήγαν. Εκείνος παράγγειλε σφηνάκια τεκίλας και τα ήπιαν στα γρήγορα. Εκείνος γιατί ήθελε να γυρισει πίσω στο ξενοδοχείο. Εκείνη γιατί ΔΕΝ ήθελε να γυρισει πίσω στο ξενοδοχείο. Ήθελε να μείνει εκει, στο μπαρ, πίνοντας τεκιλες μαζί του, για το υπολοιπο της ζωής της.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now