Κεφάλαιο 46

1.5K 153 3
                                    

Ο Βοιδοματης της έκοψε την ανάσα. Έτσι θα ήταν ο Παράδεισος, δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα γαλαζοπράσινα νερά του κελάριζαν πάνω στις πέτρες, οι φυλλωσιές των δέντρων πάνω τους θροιζαν, το φως του ηλιου στραφταλιζε πάνω στις πετρες. Ένα πέτρινο γεφυράκι συμπλήρωνε το ειδυλλιακό τοπίο. 

Συναντήθηκαν με άλλη μια ομάδα ανθρώπων από τα Γιάννενα και φόρεσαν όλοι τον ειδικό εξοπλισμό. Ο Αλεξανδράκης ήλεγχε προσεκτικά έναν έναν από τους εκδρομείς σιγουρεύοντας πως είχαν φορέσει σωστά τα κράνη τους και το ειδικό σωσίβιο. Όταν έφτασε μπροστά της η Αννα ένιωσε πως την ταρακούνησε σεισμός. Εκείνος τσέκαρε το κούμπωμα του φουσκωτού γιλέκου της και στιγμαια της άγγιξε το στήθος. Ευτυχως που δεν ήταν μόνοι, σκεφτηκε η Αννα. Ειδάλλως θα πετούσε από μονη της τα ρουχα και θα έπεφτε  στο ποτάμι προσκαλώντας τον να την ακολουθήσει και εκείνος γυμνός. Είχε απωλέσει οποιοδήποτε αίσθημα αιδούς. Είχε γίνει πρόθυμο πιόνι στις ορέξεις του. Είχε γίνει μια από όλες τις ερωτοχτυπημένος ερωμένες του! Η σκέψη αυτή την έκανε να οργιστεί! Θα του έδειχνε την επόμενη φορα πως δεν ήταν καμία ψαρωμενη παρθένα, πως δεν την είχε δα ξελογιασει... Αν υπήρχε άλλη φορα...Αυτος έδειχνε πλήρως αποστασιοποιημένος απορροφημένος από τα καθήκοντα του ξενοδόχου που φροντίζει για τη διασκέδαση των φιλοξενούμενων. Η Αννα ένιωσε να ζαρώνει από την ταπείνωση. Ένιωθε σαν να ήταν αόρατη από τον Αλεξανδρακη, και αυτο την εξόργισε περαιτέρω.

« Δεν είναι φανταστικά;» Τη ρωτησε η Βάνα. Η Αννα συμφώνησε ανορεκτα. Δεν μπορούσε Καν να απολαύσει τη μερα. Το μυαλο της είχε κολλήσει άσχημα!

« Παρακαλω, την προσοχη  σας!» είπε η Βάνα. « Η διαδρομή που θα ακολουθήσουμε έχει ασήμαντο βαθμό δυσκολίας.  Θα διανύσουμε με τις βάρκες γύρω στα 7 χιλιόμετρα. Στο μέσο της διαδρομής όσοι από σας θελετε μπορείτε να επισκεφτείτε ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα. Μετά θα συνεχίσουμε. Συνολικά κατά μέσο ορο η διαδρομή διαρκεί περίπου δυο ωρες. Εύχομαι να απολαύσετε αυτή την εμπειρία!»

Επιβιβάστηκαν στις βάρκες και η απόδραση άρχισε. Η Αννα κρατούσε άτσαλα το κουπί της αλλά προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις να δείξει γενναία και άνετη. Βρισκόταν ακριβως πίσω από τον Αλεξανδρακη. Στα σκαμπανεβάσματα της βάρκας τα κορμιά τους ακουμπούσαν στιγμιαία. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. αλλά η Αννα ήταν απορροφημένα από τη μυρωδιά του αντρα μπροστά της. Αυτο λοιπόν ήταν ο κεραυνοβόλος ερωτας;  Αυτο ήταν η έκρηξη αισθήσεων που περιέγραφαν τα βιβλία;

Κάποια στιγμη σε ένα τεχνητό φράγμα γλίστρησαν με τις βάρκες σε έναν μικρό καταρράκτη. Οι επιβάτες άρχιζαν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι. Η Αννα ένιωθε πως θα εκραγεί από την περισσεια αδρεναλίνη. Λίγο η περιπέτεια της βάρκας, λίγο ο Αλεξανδράκης, και εκείνη είχε μεθύσει από τις ενδορφινες. Πόσοι αιώνες είχαν περασει από την προηγουμενη ζωη της; Ήταν ήδη μια άλλη γυναίκα. Μια γυναίκα που γευοταν άλλες πρωτόγνωρες εμπειρίες. Θυμηθηκε την πλαδαρή τελικά σχέση της με τον Δημήτρη. Θυμηθηκε τα φιλια του. Ποσο άτεχνα και ξεψυχισμένα της φαινόταν τώρα... Τώρα που είχε γευτεί το άγγιγμα ενός πραγματικού αρσενικού...

Η βλάστηση στις όχθες του ποταμού οργίαζε. Όπως και οι σκέψεις της Αννας. Οι βάρκες σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα. Οι επιβάτες κατέβηκαν. Ο Αλεξανδράκης άπλωσε το χέρι του για τη στηρίξει καθώς εκείνη αποπειράθηκε να βγει από το φουσκωτό. Εκείνη δεν δέχτηκε το απλωμένο του χέρι και φυσικά στραβοπάτησε κωμικά. Άρχισαν να περπατούν όλοι μαζί προς το μοναστήρι των Αγίων Αναργυρων. Ο ήλιος περνούσε μέσα από τα κλαδιά δημιουργώντας πανέμορφες διαθλάσεις φωτός, πουλιά τραγουδούσαν ξεσηκωμένα από τη λιακάδα, η βλάστηση γινόταν πυκνή. Ήταν σαν να βάδιζαν σε δάσος τροπικό, σε ένα εξωπραγματικό τοπίο όπου η φύση και μόνο είχε το πρόσταγμα. Φτάσανε στο μοναστήρι που έμοιαζε βγαλμένο από τον μεσαίωνα. Χαλάσματα πέτρινα δεξιά και αριστερά, τέσσερις πολεμίστρες...Το μοναστήρι από σκέτη πέτρα υψωνόταν  άγριο, εναρμονισμένο υπεροχα με τα πλατάνια. Κανεις δεν μιλούσε . Ο χώρος προκαλούσε δέος και σχεδόν απαιτούσε τη σιωπή τους. Η Αννα είδε τη Βάνα να πλησιάζει τον Αλεξανδρακη, σκερτσοζικα. Βάλθηκε να τους παρακολουθεί μέσα από τα γυαλια της. Φαίνονταν ταιριαστοι, γυμνασμένοι και οι δυο, λεβεντοκορμοι. Τους φαντάστηκε γυμνούς σε ένα κρεβατι και δάγκωσε τα χειλη της από τη λύσσα. Όμως η ιδια η Αννα ήταν η παρεισακτη. Η εισβολέας. Δεν είχε δικαίωμα να νιώθει ζήλεια, και όμως αυτο ένιωθε: μια απίστευτη σε μέγεθος ζήλεια να της σκίζει τα σωθικά.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Onde histórias criam vida. Descubra agora