" Θα μου επιτρέψετε να απαγάγω τη φίλη μου και την πάω μία βόλτα στην αυλή, έχουμε κάτι προσωπικά να πούμε" είπε στα ξαφνικά η Ζωή.
Η παρέα διαμαρτυρήθηκε σύσσωμη. Ο Γιώργος κόλλησε τις παλάμες του σαν να έκανε προσευχή και είπε σε παρακαλετό τόνο: " Ανέβαλλε για αύριο αυτό που πας να κάνεις σήμερα, Ζωούλα μου... Μας άναψες και μας αφήνεις στα κρύα του λουτρού, εμάς τους ακροατές σου. Και αύριο μέρα είναι... Πες μας κι άλλες ιστορίες, πες μας τα πάντα. Η Άννα δεν θα έχει αντίρρηση, ε, Άννα;"
Εκείνη έκανε μία ευγενική κίνηση διαμαρτυρίας: " Μα, φυσικά, και δεν έχω αντίρρηση. Εξάλλου, ούτε ο τόπος, ούτε η ώρα είναι η κατάλληλη"
Η Ζωή, μεθυσμένη μάλλον, σηκώθηκε απότομα και είπε δυνατά:
" Εδώ και τώρα, αετόπουλο, θα εξηγηθούμε...". Η Άννα πρόσεξε πως ο Αλεξανδράκης παρατηρούσε τη Ζωή κάπως εντυπωσιασμένος από την ευθύτητά της. Ή από το τον τρόπο που είχε ροδίσει το πρόσωπό της.
" Γιατί σε φωνάζει 'αετόπουλο";" ρώτησε με απορία η Βάνα, αλλά κανείς δεν απάντησε.
" Μιλήστε εδώ, εμάς δεν μας πειράζει να ακούμε" πέταξε πάλι ο Γιώργος, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη Ζωή από το μέσα μέρος του αγκώνα. Η Ζωή του έριξε μια αυστηρή, σχεδόν αντρική ματιά, και εκείνος μάζεψε τα χέρια του ζαρωμένος.
" Πάμε έξω για ένα τσιγάρο" ξανάπε η Ζωή, κοιτώντας έντονα την Άννα.
" George, άφησε τις φίλες που έχουν να πουν τα δικά τους. Μονοπωλήσαμε τη Ζωή και αυτό είναι μάλλον άδικο για την Άννα" είπε η Λέλα. " Εξάλλου, εγώ πρέπει να αποσυρθώ' κάνοντας παρέα με σας τα νιάτα, ξέχασα πως είμαι μιας κάποιας ηλικίας..." Αναστέναξε. "Γιάννη, θα με συνοδεύσεις;" ρώτησε μαζί με τον αναστεναγμό.
" Ναι, μαμά.." είπε ο Αλεξανδράκης. Ήταν η σειρά της Ζωής να εντυπωσιαστεί με την προθυμία του Αλεξανδράκη. Ξέροντάς την καλά, η Άννα ήταν σίγουρη πως η Ζωή γελούσε μέσα της: " Άλλος ένας μάτσο άντρας που κατά βάθος είναι αμετανόητος μαμάκιας. Όπως όλοι τους...". Ναι, αυτό σκεφτόταν τώρα η Ζωή, φαινόταν στο βλέμμα της η ειρωνεία.
" Και δεν το διαλύουμε όλοι;" είπε η Βάνα και ο Γιώργος την έκοψε θυμωμένος.
" Όμορφή μου, Βάνα, μερικοί από μας θέλουμε να συνεχιστεί αυτή η υπέροχη βραδιά. Κορίτσια, πάτε όπου θέλετε, εγώ θα σας περιμένω"
" Δεν θα αργήσουμε" είπε η Ζωή και τον χάιδεψε στο μάγουλο, έτσι όπως θα χάιδευε τον Μάρτιν.
" Λοιπόν, καληνύχτα σε όλους" είπε ο Αλεξανδράκης με το ύφος καλού οικοδεσπότη. Η Άννα ένιωσε μία ψύχρα, μια ξαφνική ερημιά με την αποχώρησή του. Επιπρόσθετα, την έπιασε πανικός για την επικείμενη συζήτηση με τη Ζωή. Τους τελευταίους μήνες είχε αποφασίσει πως το κεφάλαιο " Ζωή" είχε λήξει. Δεν είχε κουράγιο να ξανασκαλίσει το παρελθόν, ούτε είχε δύναμη να επιτεθεί στη Ζωή. Δεν μπορούσε αυτή τη στιγμή να εκτεθεί στο δυναμισμό της πρώην φίλη της, να ακούσει τα ψέματά της και τις δικαιολογίες της. Ήθελε απλώς να μπει στο δωμάτιό της, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο και να πέσει στο κρεβάτι κάνοντας φλας μπακ στα φιλιά του Αλεξανδράκη, ξανά και ξανά, μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Αυτό ήθελε μόνο. Γιατί τίποτα άλλο δεν χωρούσε στο μυαλό της εκτός από τον έρωτά της για το αφεντικό της.
Βγήκαν στην είσοδο του ξενοδοχείου, αφήνοντας πίσω τους στον καναπέ του λόμπι έναν ξαναμμένο Γιώργο. Της Άννας της φάνηκε πως τα αυτιά του είχαν ξεκολλήσει και πως παραδόξως τις ακολουθούσαν σαν να ήταν αυτόνομα, έτοιμα να ρουφήξουν κάθε λεπτομέρεια της "συζήτησής" τους.
Η Ζωή άναψε τσιγάρο ξανά και είπε απότομα ,δείχνοντας στην Άννα το τραπεζάκι και τις δύο καρέκλες που στόλιζαν την πρόσοψη του ξενοδοχείου: " Κάτσε"
" Προτιμώ να μείνω όρθια, δεν έχω καμία όρεξη για μακροσκελείς συζητήσεις. Η ώρα είναι τρεις και αύριο δουλεύω και το αφεντικό δεν..."
" Μια που το θιξες..." άρχισε η Ζωή, ενώ καθόταν στη δική της καρέκλα, με το ύφος μάνας που έχει βαρεθεί τα σκέρτσα του παιδιού της, " το αφεντικό σου είναι παίδαρος, αλλά άλλο είναι το θέμα μας τώρα"
" Δεν θα αφήσεις κανέναν όρθιο" είπε πικρά η Άννα, φτύνοντας τις λέξεις της.
" Δεν ξέρω τι εννοείς" είπε η άλλη μπαφιασμένα, και κοίταξε την καύτρα του τσιγάρου της που κινδύνευε να σβήσει από την αραιή χιονόπτωση.
" Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Ήρθες εδώ για να καταστρέψεις για δεύτερη φορά τη ζωή μου"
Η άλλη την έκοψε με ένα γελάκι:
" Εγώωωω;;;" είπε παιχνιδιάρικα, τυλίγοντας μία μπούκλα γύρω από το δάκτυλό της.
" Εσύ, ναι, εσύ, παλιοξελογιάστρα. Πρώτα ο Δημήτρης, τώρα ο Αλεξανδράκης...Νομίζεις πως δεν είδα τα τσαλίμια σου, τα κολπάκια σου- ααα, αυτά τα γνωστά κολπάκια, που μου τα δίδασκες κιόλας..."
" Όπα, αετόπουλο, έχεις καψούρα με το αφεντικούλι; Πολύ κλισέ, χαχαχαχα, συγγνώμη που γελάω..."
Η Άννα ένιωσε πως θα πεθάνει από την οργή. Ήθελε να χαστουκίσει τη Ζωή που χλεύαζε τα αισθήματά της, με αυτόν τον ίσιο, εκνευριστικά κυνικό τρόπο.
" Πάω στο δωμάτιό μου" είπε σπασμωδικά.
Η άλλη άπλωσε το πόδι της, που το αγκάλιαζε μία όμορφη δερμάτινη μπότα, και της έκοψε τον δρόμο:
" Δεν τελειώσαμε... Ή μάλλον ούτε που αρχίσαμε. Βλέπω πως σου έχει γίνει χούι να το σκας όταν βρίσκεις τα σκούρα" είπε αργόσυρτα και μετά γέλασε τραγανά.
KAMU SEDANG MEMBACA
Μη φεύγεις, αγάπη μου...
ChickLitΗ 'Αννα είναι μια 28χρονη νοσοκόμα που έχει μια καλά ρυθμισμένη ζωή. Λατρεύει το αγόρι της , λατρεύει τη δουλειά της, λατρεύει τη συγκάτοικό της. Απεχθάνεται όσο τίποτα τις αλλαγές. Όταν όμως η σχέση της με τον Δημήτρη διαλύεται με αναπάντεχο τρόπο...