Kεφάλαιο 73

1.6K 155 5
                                    

Πόσο γρήγορα αντέδρασε εκείνος... Πόσο τον ευγνωμονούσε που έβγαλε στα γρήγορα το σακάκι του και της το φόρεσε, βιαστικά, άτσαλα, αλλά τόσο αποτελεσματικά. Τι είχαν προλάβει να δουν οι γύρω; Δεν ήθελε να το σκέφτεται, όχι, όχι...Όρμησε στα τυφλά προς την έξοδο της σάλας. Ήθελε να κρυφτεί, να σκεπάσει το σώμα της, να σκεπάσει την ψυχή της που είχε και αυτή εκτεθεί. Ιδέες απαξίωσης, ιδέες κομπλεξικές, ιδέες αυτοταπείνωσης την κατέκλυσαν, εκείνη η παλιά χαμηλή εικόνα εαυτού, που θα ήταν για πάντα κολλημένη στο μυαλό της' όσο όμορφα φορέματα και να φορούσε, όσα και να κατάφερνε στη δουλειά της, θα παρέμενε κατά βάθος ανίκανη και γκαφατζού, ένα άτομο που τραβούσε πάνω του την ξεφτίλα. Τι εξευτελισμός... Την ώρα που το έπαιζε μοιραία... Δεν ήταν γι' αυτή αυτά, δεν ήταν... Έτρεξε στους διαδρόμους, σκουντουφλώντας. Ήθελε να κλείσει την πόρτα του δωματίου πίσω της, να ξαναγυρίσει στο βολικό σκοτάδι, στο περιθώριο, όπου τα λάθη συγχωρούνται αφού δεν τα βλέπει κανείς.

Με χέρια που τρέμανε έψαξε στο κρεμαστό τσαντάκι της την κάρτα του δωματίου της. Γρήγορα, γρήγορα... Να μαζευτεί, να ξεντυθεί, να ξεχάσει όσο πιο γρήγορα την ντροπή, την ταπείνωση που ένιωσε... Να κρυφτεί έπρεπε... Για μέρες, για χρόνια. Μέχρι να ξεχάσει ο Αλεξανδράκης και οι άλλοι πόσο γελοία φάνηκε  σε αυτό το πάρτι. Η κάρτα της έπεσε, έσκυψε και τη μάζεψε. Την έβαλε στην εγκοπή αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Ξανά και ξανά, έβαζε και έβγαζε την κάρτα στην εγκοπή της πόρτας, και αυτή έβγαζε κοροιδευτικά το κόκκινο φωτάκι της απαγόρευσης. Ούτε να μπει στο δωμάτιο δεν μπορούσε...

" Κάτσε να βοηθήσω..." άκουσε τη φωνή του πίσω της. Της ήρθε να εξαυλωθεί, να σκύψει τόσο ώστε να βυθιστεί κάτω από τα σανίδια του διαδρόμου, να χαντακωθεί κάπου... Της πήρε την κάρτα από τα χέρια και βάζοντάς την ήρεμα στην σχισμή, η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Δεν μπορούσε ούτε ευχαριστώ να του πει... Δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να τον κοιτάξει.

Μπήκε στα τυφλά στο δωμάτιο, στραβοπατώντας. Τι το ήθελε το αλκοόλ και τα ουίσκια; Το στομάχι της ούρλιαζε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν, αόρατα κύματα την χτυπούσαν και την στέλνανε σε αόρατους βράχους. Ξαφνικά, έπαψε να την νοιάζει το οτιδήποτε. Ήταν τόσο κουρασμένη, με μία χρόνια κούραση, με αυτή την κούραση που έχουν οι άνθρωποι που ζουν τη ζωή τους με κανόνες και "πρέπει". Τον έσπρωξε προς την πόρτα, με τα μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπό της, ανακατεμένα, απελπισμένα και αυτά. Τον χτύπησε με τις παλάμες της: " Φύγε! Θέλω να μείνω μόνη! Φύγε!"

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now