Kεφάλαιο 27

1.8K 155 1
                                    

Ο χαρακτηριστικός ήχος των μέιλ δόνησε το κινητό της Άννας και αυτή σκίρτησε αλαφιασμένη. Με τη συζήτηση, με την, καταπληκτική ως εμπειρία, περιήγηση στην πόλη και με τη Λίμνη να αναπνέει δίπλα της, ενώ απολάμβανε πια ένα κοκτέιλ- μετά από την προτροπή του Γιώργου-, είχε ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν στα Γιάννενα. Δεν ήταν η ξένοιαστη τουρίστρια, ήταν μία γυναίκα που είχε χάσει τη σίγουρη, μόνιμη δουλειά της και έμπαινε από αύριο σε νέες επαγγελματικές περιπέτειες.

Ψιλομεθυσμένη, άνοιξε το μέιλ. Έγραφε: " Θα σας παραλάβει αυτοκίνητο αύριο το πρωί στις δέκα από την είσοδο του ξενοδοχείου. Φροντίστε να πάρετε ελαφρύ πρωινό γιατί η διαδρομή έχει πολλές στροφές. Με εκτίμηση, Γιάννης Αλεξανδράκης"

" Γιώργο, είναι το αφεντικό, αύριο το πρωί θα με πάρει ένα αυτοκίνητο, λέει. Τέρμα το χαζολόι, από αύριο αρχίζω δουλειά!!! Σχεδόν δεν το πιστεύω..." είπε και τέντωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της για να ξεπιαστεί.

Ο Γιώργος έπινε το τρίτο στη σειρά ποτό και ήταν στην ίδια, χαλαρή διάθεση: " Αύριο είναι μία άλλη μέρα, που έλεγε και η Σκάρλετ Ο Χάρα, μην σκέφτεσαι το αύριο, σκέψου το σήμερα"

Έξω έβρεχε δυνατά. Η Άννα θυμήθηκε πως δεν είχαν το αυτοκίνητο' το είχαν παρκάρει πίσω στην πόλη. " Ρε, συ, δεν έχουμε το αυτοκίνητο! Πω, πω και η ώρα είναι ήδη οκτώ. Πότε θα φτάσουμε πίσω; Είμαι πτώμα, ξύπνησα στις 5.30 το πρωί για την πτήση" Την είχε πιάσει πανικός. Λες και το μέιλ είχε κινητοποιήσει όλα τα άγχη της, λες και είχε τραβήξει την κουρτίνα και είχε αποκαλύψει τις υποχρεώσεις που θα την περίμεναν από αύριο το πρωί. Θα τα κατάφερνε; Ποια θα ήταν ακριβώς οι υποχρεώσεις αυτής της δουλειάς; Πως θα ήταν ο ασθενής της; Πού θα έμενε η ίδια; Πως στο καλό θα προσαρμοζόταν στη ζωή στο Πάπιγκο; Που αν και λεγόταν Μεγάλο, υπέθετε πως θα ήταν ένα χωριουδάκι πολυ πολυ μικρό. Είχε πάρει εντελώς παρορμητικά την απόφαση να αφήσει τη δουλειά της. Ξαφνικά την κατέκλυσε η ανασφάλεια. Πως είχε κάνει τέτοια επιπολαιότητα;

" Σιγά, το πολύ πολύ να βραχούμε... Ξέρεις τι; Θα πάω εγώ να φέρω το αυτοκίνητο, κάτσε εσύ εδώ και τρέχω κατοστάρι εγώ, έρχομαι, σε παίρνω και σε dt θα είμαστε στο ξενοδοχείο να συνεχίσουμε τα drinks" είπε ο Γιώργος.

Τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. " Σε ευχαριστώ, Γιώργο..."

Μισή ώρα αργότερα φτάσανε στο ξενοδοχείο. Τους περίμενε κατάφωτο και φιλόξενο. Απέξω οι χάρτινοι Αη Βασίληδες ήταν φωταγωγημένοι, θυμίζοντας στην Άννα πως σε δύο μέρες ήταν Χριστούεγεννα. Καληνύχτισε τον Γιώργο, ο οποίος έδειξε τρομερή απογοήτευση όταν του είπε πως θα αποσυρόταν στο δωμάτιό της για ύπνο.

" Τhe night is young, από τώρα θα πας για ύπνο;! Είναι μόλις εννιά, για όνομα του Θεού!"

" Ήταν μεγάλη μέρα για μένα, και θέλω να κοιμηθώ καλά, δεν θέλω να είμαι ψόφια αύριο πρώτη μέρα στη δουλειά"

" Μόνο αν μου υποσχεθείς πως θα ξαναβρεθούμε!"

" Εννοείται αυτό, τώρα που σε βρήκα δεν θα με ξεφορτωθείς... χαχα"

Τη φίλησε ανάλαφρα στο μάγουλο: " Καληνύχτα, κοριτσάκι..."

Όταν μπήκε στο δωμάτιό της, συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ πιο κουρασμένη απ' όσο πίστευε. Έκανε στα γρήγορα ντουζ και τυλίχτηκε στο αφράτο μπουρνούζι του ξενοδοχείου. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, σαν μία φωλιά, και το διπλό κρεβάτι την καλούσε για ύπνο. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκονάκι. Το χρώμα του ουρανού ήταν σκούρο μπλε και η βροχή που έπεφτε στο νερό της πισίνας δημιουργούσε έναν ανεπανάληπτα νανουριστικό ήχο.

 Το χρώμα του ουρανού ήταν σκούρο μπλε και η βροχή που έπεφτε στο νερό της πισίνας δημιουργούσε έναν ανεπανάληπτα νανουριστικό ήχο

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Ξανακοίταξε το μέιλ. Ο τόνος του σύντομου σημειώματος ήταν επιτακτικός, σχεδόν αυταρχικός. Άραγε τι της επιφύλασσε το μέλλον; Τι σόι αφεντικό θα ήταν αυτός ο Γιάννης Αλεξανδράκης;

Γύρισε στο δωμάτιο και άφησε μία χαραμάδα ανοικτή την μπαλκονόπορτα για να ακούει, καθώς κοιμάται, τους ήχους της νύχτας. Θυμήθηκε τον παγωμένο περιστερώνα, την αντίθεση του τώρα και του τότε. Το διαμέρισμά της με τη Ζωή γινόταν όλο και πιο ξέθωρο ως ανάμνηση. Μπήκε γυμνή κάτω από τα σκεπάσματα, ασυνήθιστη σε τέτοιες υψηλές θερμοκρασίες δωματίου. Πίσω στην Αθήνα, στη σοφίτα της, πάντα φορούσε μάλλινες πιτζάμες. Πριν αποκοιμηθεί, ο Μάρτιν γλίστρησε στις σκέψεις της. Πόσο θα ήθελε να τον έχει εδώ, δίπλα της, να κοιμηθούν αγκαλιά... Ήταν τόσο μεγάλο το κρεβάτι της, που η μοναξιά της φάνταζε διπλή... 

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now