Κεφάλαιο 47

1.5K 153 8
                                    


Ειχαν πάρει πια τον δρόμο για τις βάρκες όταν μια φωνη έσκισε τον αέρα: « Ο αντρας μου! Βοήθηστέ με, παρακαλω!» Ένας αντρας ειχε σωριαστεί στο έδαφος παραδομένος σε σπασμούς και η γυναίκα δίπλα του ούρλιαζε απεγνωσμένα. Ο Αλεξανδράκης όρμησε προς το μέρος του και μαζί του και η Αννα. « Τι συνέβη;» ρωτησε τραχιά ο Αλεξανδράκης και η γυναίκα εξήγησε λαχανιασμένα: « Πάσχει από επιληψία, αλλά είναι μια χαρα ρυθμισμένος με τα φαρμακα του». Η Αννα εβγαλε το γιλέκο της αστραπιαία. Γύρισε τον αντρα στο πλάι και τοποθέτησε κάτω από το κεφάλι του το γιλέκο. Γύρισε στη γυναίκα του και τη ρωτησε ψύχραιμα: « Δεν σας έχουν δώσει ένα φάρμακο για επείγουσες περιπτώσεις;» Με το πρόσωπο της τσαλακωμένο από την αγωνία η  γυναίκα απάντησε: « Ναι! Το κουβαλάει πάντα στο τσαντάκι του αλλά δεν έχει τύχει να το χρησιμοποιήσουμε ποτε»

« Βρείτε το, τώρα» είπε η Αννα και ταυτόχρονα στράφηκε προς τον Αλεξανδρακη: « Πάρε τώρα το 166» του είπε, ενώ προσπαθούσε την ιδια στιγμη να διασφαλίσει πως ο ασθενής δεν θα χτυπήσει κρατώντας μαλακα το κορμί του. Άκουγε τον Αλεξανδρακη να εξηγεί με σαφήνεια τις συντεταγμένες τους ώστε να ερθει το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ.

Η γυναίκα του πεσμένου αντρα σκάλισε με τρεμάμενα χέρια το φορεμένο στη μέση του τσαντάκι, βρήκε το φάρμακο, και το παρέδωσε με αγωνία αλλά και με ανακούφιση στην Αννα. Εκείνη τοτε είπε απευθυνόμενη στη Βάνα: « Απομάκρυνε τους υπόλοιπους ώστε να μην έχουν οπτική επαφή με τον ασθενη» . Η Βάνα δρώντας με απίστευτη γρηγοράδα απομάκρυνε ευγενικα     τους υπόλοιπους  πίσω από μια συστάδα δέντρων. 

Τοτε η Αννα είπε στον Αλεξανδρακη: « Πρέπει να του χορηγησω ενδοορθκα αυτο το φάρμακο. Θέλω να φροντίσεις μαζί με τη σύζυγο του να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο ακίνητος ώστε να μην τον τραυματισω κατά λάθος» Αν και ήταν πλήρως αφοσιωμένη στη φροντίδα του αντρα, δεν της διέφυγε πως για πρώτη φορα είχε απευθυνθεί στον Αλεξανδρακη στον ενικό.

Τρία λεπτά αργότερα οι σπασμοί σταμάτησαν. Η γυναίκα αγκάλιασε τον σύζυγο της κλαίγοντας ανακουφισμένη: « Να σαι καλα, κορίτσι μου» της είπε με θερμη. 

« Δεν εκανα και τιποτα, απλώς του δωσα το φάρμακο του» είπε η Αννα. 

Και τοτε συνέβη το απιστευτο: Ο Αλεξανδράκης γύρισε προς το μέρος της και της έδωσε ένα πεταχτό αλλά θριαμβευτικό φιλί στο στομα. 

Το ασθενοφόρο ήρθε μια ώρα αργότερα και παρέλαβε τον ασθενη και οι υπόλοιποι εκδρομείς ξαναγύρισαν κάπως μουδιασμένοι στις βάρκες. Όταν η Αννα ανέβηκε στη δίκη τους βάρκα όλοι χειροκρότησαν με τα γάντια τους κάνοντας έναν μαζικό αστειο ήχο. « Μπράβο!» της φώναξε ένας.

« Παιδια, είμαι νοσοκόμα, δεν εκανα και τιποτα σπουδαίο. Είναι η δουλεια μου...» είπε αυτή με ειλικρίνεια.

« Μην υποτιμάς την προσφορά σου» είπε ο Αλεξανδράκης. « Δεν είναι καθολου μικρό πραγμα το να κάνει κανεις σωστά τη δουλεια του... Τόσο αποφασιστικά, τόσο δυναμικά...»

Η Αννα δεν άκουσε τιποτα αλλο. Ούτε είδε τιποτα παραπανω στην επιστροφή τους. Ούτε το ποτάμι με τα διαυγή νερά, ούτε τα δέντρα που λύγιζαν χαριτωμένα πάνω τους χαϊδεύοντας τις βάρκες, ούτε το πανέμορφο γεφύρι του τερματισμού της βόλτας τους. Ούτε άκουσε, ούτε είδε. Γιατί στα αυτιά της άκουγε ξανα και ξανα τα λογια του επαίνου του, ενώ στα μάτια της έβλεπε ξανα και ξανα την πλάτη του. Δυνατή, τεντωμενη, αντρίκια πλάτη. Το στομα της κρατούσε, ακόμα και όταν επέστρεψαν στο ξενοδοχείο, φρεσκια  την ανάμνηση του φιλιού του. Και η καρδια της τραγουδούσε χαρούμενα για πρώτη φορα...

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now