Κεφάλαιο 63

1.5K 158 5
                                    

Έξω ο καιρός είχε ένα παγωμένο γκρι. Όλα φαίνονταν αποχρωματισμένα, ακόμα και τα βουνά. Έπεφτε ένα αραιό χιόνι, λίγο αναποφάσιστο για το αν έπρεπε να κάνει σαματά. Σαν την ίδια, την Άννα. Ήθελε να απαντήσει στο μέσσετζερ της Ζωής, να κάνει σαματά, να την παγώσει με λόγια πικρά, αλλά δεν ένιωθε σίγουρη. Αντί για θυμό της είχαν απομείνει κάτι ξέφτια θυμού. Αντί για οργή, της είχε απομείνει αμφιβολία. Τράβηξε τις κουρτίνες εντελώς, άνοιξε το παράθυρο, έβγαλε το πρόσωπό της στην παγωνιά." Όταν δεν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, μένεις ακίνητος" σκέφτηκε και αμέσως μετά εκνευρίστηκε γιατί τα λόγια αυτά ήταν πάλι λόγια της Ζωής.

Άφησε το παράθυρο ανοικτό, και ο φρέσκος παγωμένος αέρας αντικατέστησε τη μίζερη ατμόσφαιρα του δωματίου. Την κατέκλυσε μία περίεργη αγωνιστικότητα, ένας εγωισμός.  Δεν θα έπαιζε το παιχνίδι κανενός. Ούτε της Ζωής, ούτε του Αλεξανδράκη, ούτε καν της Λέλας.

Φόρεσε ένα κρεμ πουλόβερ και ένα κρεμ παντελόνι και τις μαλακές ψηλές μπότες της και μάζεψε τα μαλλιά της αλογοουρά. Μετά, μακιγιαρίστηκε προσεκτικά, σαν να ετοιμαζόταν για ένα σπουδαίο ραντεβού. Έπρεπε να συσπειρώσει τις δυνάμεις της, να χρησιμοποιήσει σωστά κάθε όπλο από το γυναικείο της οπλοστάσιο, να δείξει στιβαρή και οργανωμένη ακόμα και στην παραμικρή της κίνηση. Αν ήθελε να προκόψει εδώ...Αν ήθελε να την πάρουν στα σοβαρά...

Πήγε στο λόμπι. Ήταν άδειο και πίσω από το γκισέ δεν υπήρχε ψυχή. Αποφάσισε να επισκεφτεί τη Λέλα, αν και ήταν μόλις εννιά το πρωί.  

Βγηκε από το κεντρικό κτίριο, διέσχισε την αυλή, από τα μεγάφωνα ακούγονταν χριστουγεννιάτικα αμερικάνικα τραγούδια. Κάποιες νιφάδες έφτασαν στο στόμα της, τις γεύτηκε σαν να ήταν μάννα εξ ουρανού. Όλοι παίζανε παιχνίδια εξουσίας εδώ. Και πρώτη πρώτη η Λέλα. Χτύπησε την πόρτα της Αλεξανδράκη, ισιώνοντας δυναμικά τους ώμους της.

" Πέρασε, όποιος και αν είσαι, εκτός αν είσαι ο Χάρος ..." ακούστηκε η φωνή της Λέλας κεφάτη. Η Άννα αναθάρρησε. Είχε τα κέφια της η ηλικιωμένη, φαινόταν ήδη από τη φωνή της. Μπήκε στο διαμέρισμα που ήταν σκοτεινό, γεμάτο από το βαρύ άρωμα της Λέλας. Εκείνη βρισκόταν στο διπλό, μεγαλόπρεπο κρεβάτι της, με το αμπαζούρ αναμμένο, σκεπασμένη ως τη μύτη με γούνινα σκεπάσματα.

" Χα, η νοσοκόμα μου..." είπε καλότροπα.

" Καλημέρα!  Πως νιώθετε σήμερα;"

" Νιώθω πιο γριά από χθες γιατί είμαι μία μέρα πιο γερασμένη από χθες" είπε η Λέλα. Πέταξε τις γούνες από πάνω της κοκέτικα. Φορούσε μαύρο σατέν νυχτικό, με ψηλά σχισίματα στους μηρούς της. Η Άννα ευχήθηκε να της φερθεί το ίδιο ευγενικά ο χρόνος, όταν θα έφτανε στην ηλικία της Λέλας. " Αλλά δεν παραπονιέμαι. Το θέμα μου είναι να γυρίσει πίσω το εγγονάκι μου, safe and sound. Αυτή, η πως τη λένε, η Βάνα, έχει άχυρα στο κεφάλι της. Οι γιοι μου είναι ανόητοι. Τρέχουν πίσω από ανόητες γυναίκες, επειδή τυγχάνει να είναι κάπως...νόστιμες. Πολλά δεινά θα μας βρούνε επειδή είναι τόσο γνήσια αρσενικά που άγονται και φέρονται από το .... τέτοιο τους. Δόξα τω θεω, ενήργησες έξυπνα. Δεν σου το χα!"

Η Άννα πήρε το πιεσόμετρο ενώ μέσα της επεξεργαζόταν τα λόγια της Αλεξανδράκη. Ήταν δηλαδή σχεδόν επίσημη η σχέση της Βάνας με τον Αλεξανδράκη... Τη γνώριζε ακόμα και η Λέλα.

" Θα πάρω την πίεσή σας..." είπε με επαγγελματικό τόνο στη φωνή, ενώ μέσα της έσκουζε από ζήλεια.

" Παρ' την, κορίτσι μου, θα σε εμπιστεύομαι τυφλά από δω και μπρος αφού έσωσες τον εγγονό μου"

" Μια ελαφριά διάσειση ήταν' δεν έκανα και εγχείριση ανοικτής καρδιάς" είπε σεμνά.

" Είχαμε κανά νέο;" ρώτησε με πλήρη διαύγεια η Λέλα.

" Μια χαρά ήταν ήδη από χθες. Ανέκτησε αμέσως σχεδόν τις αισθήσεις του. Προληπτικά θα παραμείνει στο νοσοκομείο" είπε η Άννα φουσκώνοντας τη μεμβράνη του πιεσόμετρου. " Έντεκα με οκτώ! Τέλεια πίεση. Ίσως γιατί αρχίσατε να παίρνετε τα φάρμακά σας..."

" Ή ίσως επειδή ένιωσα χθες πως υπάρχει και ένα ξύπνιο θηλυκό εδώ μέσα. Βαρέθηκα όλες τις ανόητες κότες τριγύρω που μόνη τους έγνοια είναι να της καβαλήσει ένας κόκορας"

" Τα λόγια σας με ευχαριστούν πολύ" είπε η ΄Αννα κοκκινίζοντας από την απρόσμενη αναγνώριση των υπηρεσιών της, " Πρέπει να σας ομολογήσω όμως πως ενώ στη δουλειά μου είμαι αποτελεσματική, στα προσωπικά μου τα έχω θαλασσώσει..."  Σταμάτησε απότομα. Τι δουλειά είχε να ανοίγεται σε προσωπικές εξομολογήσεις, ενώ λίγα λεπτά πριν είχε αποφασίσει να υιοθετήσει ένα απροσπέλαστο προφίλ; Και μάλιστα στη Λέλα; Που - σύμφωνα με όσα είχε ακούσει- μόνο τρυφερή συμπαραστάτης δεν μπορούσε να είναι; "Οτιδήποτε θα πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου" σκέφτηκε η Άννα, και πήγε προς τα παράθυρα για να τραβήξει τις κουρτίνες. " Μην ξανοιχτείς, μην πεις τίποτα περισσότερο" διέταξε τον εαυτό της. 'Επιασε να τακτοποιεί τα χάπια της ηλικιωμένης, βάζοντας στη σειρά αυτά που θα έπρεπε να της χορηγήσει.

Άκουσε τη φωνή της Λέλας πίσω της σχεδόν τρυφερή. " Και ποιος δεν τα θαλασσώνει στον έρωτα; Αν ερωτευτείς πραγματικά τα κάνεις μαντάρα. Ο,τι και να κάνεις είναι λάθος. Και ό,τι και να κάνεις, όσο λάθος και να είναι, είναι απολύτως σωστό.  Αυτό είναι έρωτας: η αποδιοργάνωση. Αλλά αν δεν τα θαλασσώσεις, και μια και δυο και δέκα φορές, δεν θα μάθεις το εξής: Πως όσο χαώδης και να είναι ο έρωτας, διέπεται και αυτός από κάποιους νόμους. Και ο βασικότερος νόμος είναι αυτός: " Δώσε χωρίς συστολή το κορμί σου, αλλά κράτα κλειστά τα χαρτιά της καρδιάς σου"



Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now