Κεφάλαιο 13

1.9K 152 1
                                    

Η Αννα ήταν γεννημένη για να κολυμπάει. Ποιος ξέρει...Ίσως να νοσταλγούσε τη μήτρα της μητέρας της, το προστατευμένο περιβάλλον του αμνιακου υγρου, την γαλήνη του νερού, την έλλειψη θορύβων. Ίσως να έπαιζε και ρόλο πως από τα γεννοφάσκια της έβλεπε πιάτο μπροστά της τη θάλασσα. Η Καλαμάτα, αν και είχε τα προβλήματα των μικρών επαρχιακών πόλεων, είχε το μεγαλύτερο προτέρημα που μπορεί να έχει μια πόλη: βρεχοταν από θάλασσα. Και τι θάλασσα...Μέχρι τα 18 της έμεναν στην Καλαμάτα, πριν τα πραγματα με την υγεία της Μεμας ζορίσουν τόσο ώστε να αναγκαστούν να μετακινήσουν όλοι μαζί στην Αθήνα. Είχε προηγηθεί και η είσοδος της Αννας στη νοσηλευτική, όποτε η μετακόμιση βόλεψε διπλα. Ο πατέρας της αναγκάστηκε να κλείσει το βιβλιοπωλείο, έτσι κι αλλιως τα πραγματα δεν πήγαιναν καλα, οι αναγνώστες ήταν λιγοστοί στην πόλη. Η μητέρας της αναγκάστηκε να αφήσει το σπιτι τους, και η Αννα αναγκάστηκε να αφήσει τη θάλασσα. Ήταν σίγουρη πως η ζωη είχε αρχίσει από το νερο, έτσι όπως λέγανε οι επιστημονικές θεωρίες. Σίγουρα, στα προϊστορικά χρόνια οι άνθρωποι ήταν αμφίβιοι.  Καμία φορα η Αννα πίστευε πως αντί για πνεύμονες  είχε βράγχια. Τόση ήταν η εξοικείωση της με το υγρό στοιχειο.

Η κοπέλα στη ρεσεψιόν του γυμναστηρίου τη χαιρέτησε εγκάρδια. Η Αννα «χτυπούσε καρτα» στο γυμναστήριο μερα παρά μερα. Στην πισίνα συνήθως ήταν μονη της και για μια ώρα κολυμπούσε πέρα δώθε εκτονώνοντας κάθε κακή ενεργεια. Πίστευε στην ιαματική επίδραση του νερού και όνειρο της ήταν να ασχοληθεί κάποτε με τη « θεραπευτικη κολύμβηση», βοηθώντας στην κινητοποίηση παιδιών που είχαν ιατρικό πρόβλημα. Βεβαια προς το παρόν τέτοια όνειρα φάνταζαν ουτοπιστικα. Κολύμπησε δυνατά χτυπώντας θυμωμένα το νερο. Σκεφτόταν τη σχέση της με το Δημήτρη. Η μέχρι τώρα σιγουριά της κατέρρεε: μηπως είχε αξιολογήσει λάθος και τον Δημήτρη και τον δεσμό τους; Μήπως είχε επενδύσει περισσότερη αγάπη πάνω του από όση και ο ίδιος ήθελε; Ένιωθε πάντως πως τα ήσυχα γνώριμα νερά της σχέσης τους είχαν μετατραπεί σε θολά, σκοτεινά νερά και σε αυτά τα νερά η ιδια φοβόταν να κολυμπήσει. Που είχε πάει η γλυκια συντροφικότητά τους; Που είχε πάει  ο παλιός Δημήτρης που φωτιζοταν όταν την έβλεπε; Διέκρινε τελευταία μια συγκατάβαση στην συμπεριφορά του απέναντι της, έδειχνε να βαριέται τη παρουσία της, έδειχνε απόμακρος. Βεβαια ένα ξενέρωμα ήταν αναμενόμενο σε μια σχεση όταν η σχέση έχει ξεπεράσει πια τον « μηνα του μέλιτος». Την επόμενη θα προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τα πραγματα. Aποφευγοντας βεβαια τα ανοιχτά χαρτια. Αποφεύγοντας τα "ανοιχτα" ξεκαθαρίσματα που κουράζουν τους αντρες. Θα προσπαθούσε να παρατηρήσει καλα καλα την συμπεριφορά του. Θα προσπαθούσε να ερμηνεύσει τα εξωλεκτικα του μηνυματα, τη γλώσσα του σωματος, τους μορφασμούς του, το άγγιγμα του. Ήλπιζε ολόψυχα αυτή η αλλαγή του να είναι παροδική. Ίσως ήταν και η ιδια να υπερβολικά ευθικτη. Δεν χαλάνε οι σχέσεις από κανα δυο στραβοπατήματα λεκτικα. Αλιμονο...

Αυριο, λοιπον, σκεφτηκε. Αναδύθηκε από την πισίνα και βγήκε στο πλακόστρωτο ψηφιδωτό πάτωμα για να κατευθυνθεί στα ντουζ. Ένιωθε πως το σώμα της και το πνεύμα της είχαν ηρεμησει. Μαλακτική η επίδραση του νερου... Δεν ήταν τυχαίο που χρησιμοποιούσαν τους ηχους κυμάτων σε cd για να κοιμηθουν. Η Αννα αρκούσε να κλείσει τα μάτια και ο ήχος της θάλασσας έβγαινε ολοζώντανος μέσα από την ιδια της την ψυχη. Εικόνες γαλάζιου από την Καρδαμυλη που ήταν το χωριό της μητέρας της, η Μεμα να κολυμπάει δίπλα της, γλυκια, χαρουμενη, ομορφη σαν γοργονιτσα,  κοιτώντας την με εμπιστοσυνη: « Όσο είσαι δίπλα μου, Aννα ,δε φοβαμαι τιποτα...»

Ένιωσε την ανάγκη να τηλεφωνήσει στη μητερα της, με το μαγιό φορεμένο ακόμα, με το σώμα της ακόμα βρεγμένο σαν να είχε κάτι επείγον να της πει. Την άκουσε να απαντά με τη θλιμμενη της φωνη, με έναν αναστεναγμό :" Ναι;"

« Μαμα εγω ειμαι. Πήρα να δω τι κανεις"

" Ας τα λεμε καλα" είπε εκεινη. 


Μη φεύγεις, αγάπη μου...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant