Kεφάλαιο 39

1.7K 151 2
                                    

Ακολούθησε τις γαργαλιστικές μυρωδιές και βρέθηκε στην τραπεζαρία. Ένας ανοικτός μπουφές με χίλιες δυο λιχουδιές πρόσφερε και οπτικό και... οσφρητικό υπερθέαμα. Ο χώρος ήταν γεμάτος με χαρούμενους ανθρώπους, που απολάμβαναν το καλό φαγητό, τη ζέστη από το μεγάλο τζάκι που έκαιγε, και φυσικά τη φύση που συμμετείχε στο τσιμπούσι συμβάλλοντας και αυτή στο κέφι των θαμώνων. Η τραπεζαρία δεν είχε τοίχους παρά μόνο μεγάλες τζαμαρίες γαλλικού τύπου που άφηναν τις εικόνες να μπαίνουν ανεμπόδιστα και να τυφλώνουν τους αμφιβληστροειδείς της από το φυσικό κάλλος της περιοχής. Τόση ομορφιά ήταν δύσκολο να την ..χωνέψεις. Η Άννα αναστέναξε. Μπορεί η δουλειά να μην προχωρούσε, μπορεί η ασθενής της να την είχε αντιπαθήσει, αλλά η διασκέδασή της άγγιζε πρωτοφανή επίπεδα δραστηριότητας. Στην Αθήνα η διασκέδαση της είχε πιάσει πάτο. Λίγο η σχέση της με τον Δημήτρη, λίγο η έλλειψη χρόνου, λίγο το οικονομικό και είχε πια ξεχάσει πως είναι η διασκέδαση, πως είναι μία απόδραση. Ήταν και το θέμα της Μέμας...Έπεφτε βαρύ, σαν ίσκιος, πάνω της, της έκοβε την όρεξη για χαρές και πανηγύρια.

Εδώ ήταν διαφορετικά όμως. Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος. Σαν να είχε χωθεί σε χειμωνιάτικο παραμύθι...

Γέμισε ένα πιάτο με  χοιρινό που εκτός από δαμάσκηνα είχε και δεντρολίβανο. Μοσχομύριζε. Πήρε και ένα κομμάτι χορτόπιτα, και μετά ένα δεύτερο και σε ένα μικρότερο πιατάκι ένα γλυκό που είχε το πιο αστείο όνομα: Πατσιαβούρα με σιρόπι.

Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη. Πού να καθόταν; Σαν από μηχανής Θεός, εμφανίστηκε η Γιώτα, φουριόζα:

" Απο 'κει... Στο μικρό τραπέζ, στη γωνία. Όχι φάτσα, φάτσα τ' προσωπικό..."

Κάθισε δίπλα σε μία κοπέλα. Ήταν ψηλή, ακόμα και καθιστή, και είχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, ηλιοκαμένο πρόσωπο και πρόσχαρη έκφραση. " Μπορώ να καθίσω;"

" Η Άννα θα είσαι, ε; Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα εδώ, δεν έχουμε και με τι να ασχοληθούμε, χαχα. Είμαι η Βάνα, καλώς ήρθες, έμαθα πως έφτασες και πως είσαι έτοιμη να δαμάσεις το τέρας..."

Η Άννα σιώπησε επιφυλακτικά. Ποια να ήταν αυτή; Πόσο μπορούσε να της ανοιχτεί;

Βλέποντας το ερωτηματικό στο βλέμμα της, η άλλη κοπέλα είπε: " Εγώ είμαι η υπεύθυνη των σπορ, εδώ. Κάθε τι αθλητικό που διοργανώνεται το οργανώνω εγώ. Ιππασία, καγιάκ, ξέρεις, τα πάντα"

Η Άννα χαμογέλασε: " Προσωπικό"

" Ναι, ναι, προσωπικό είπε η Βάνα. Αν και εδώ η δουλεια μοιάζει με διασκέδαση"

" Νομίζω πως είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση" είπε η Άννα κοιτώντας με θαυμασμό το κορμί της άλλης. Φορούσε ένα λεπτό ισοθερμικό πουλόβερ, κολλητό, και κολάν με αθλητικά. Ακόμα και κάτω από τα ρούχα της μπορούσες να δεις τους μύες της. Ένα σώμα γεμάτο υγεία, σκέφτηκε η Άννα.

" Α, ευχαριστώ..." είπε η άλλη κολακευμένη. " Γνώρισες τον Γιάννη και την Ελισσάβετ, έμαθα"

" Ναι" είπε πάλι μαζεμένα η Άννα. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να κάνει σχόλια. Δεν ήξερε τι σχέση μπορεί να είχε η Βάνα με τα αφεντικά της.

" Το αφεντικό είναι απαιτητικό αφεντικό αλλά δίκαιο. Και φυσικά τρομερά γενναιόδωρο. Σε όλα. Στον μισθό, στα δώρα, στις άδειες. Η γριά είναι αφόρητη. Στο λέω να το ξέρεις. Μου λέει ακόμα και εμένα τι να κάνω στο καγιάκ. Λες και ξέρει... Η Ελισσάβετ  είναι σιγανοπαπαδίτσα. Σου κάνει τη φίλη, σε θάβει μετά στη μεγάλη, έτσι για κουτσομπολιό. Να την προσέχεις. Ο Πέτρος είναι στη ρεσεψιόν, καλό παιδί, να του χεις εμπιστοσύνη. Η άλλη η ρεσεψιονίστα είναι κουφάλα. Θα την γνωρίσεις και θα μου πεις. Από τις καμαριέρες, μία μόνο είναι αξιοπρόσεχτη. Η Γιώτα. Διότι ξέρει τα πάντα εδώ μέσα, με έναν περίεργο τρόπο. Υπάρχουν και τρεις αλλοδαπές, ήσυχα κορίτσια, από την Ανατολική Ευρώπη. Αυτές είναι όλες οι καμαριέρες. Α, και ο μάγειρας, τρελή φάση, θα τον δεις. Γλύκας. Δύο γκαρσόνια, καλά παιδιά, μένουν στην Αρίστη και πηγαινοέρχονται, ντόπιοι. Μετά εγώ, εσύ φυσικά, και η μέγαιρα. Και φυσικά, ο μικρός, ο Αλέξανδρος, ο γιος του Παύλου και της Ελισσάβετ"

" Χα, νομίζω πως τον μικρό τον γνώρισα καλά" είπε η Άννα και περιέγραψε το πικάντικο περιστατικό στη νέα της φίλη.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora