Κεφαλαιο 101

1.6K 149 13
                                    

« Το καλυτερο με το σεξ στην ύπαιθρο είναι πως ο αντρας δεν κοιμάται αμεσως μετά , όπως συνήθως συμβαίνει στις συμβατικές κρεβατοκάμαρες» είπε αστειευόμενος ο Αλεξανδράκης ενώ είχαν πάρει πια το δρόμο του γυρισμού.

Η Αννα δεν είχε διάθεση για αστεία και η δική του τέτοια διαθεση την ενόχλησε. Είχε ακόμα εκεινο το ντροπαλό μούδιασμα που ακολουθεί την ερωτική πράξη, την αμηχανία της ολοκληρωτικής ψυχικής και σωματική της έκθεσης στα μάτια του. Επιπλεον τα ρούχα της ήταν ενοχλητικά νοτισμένα, πραγμα που την έκανε να κρυώνει. Αλλά τα τόσο ψυχρά του λογια, αυτή του η θυμηδία, η λέξη «σεξ» , ήταν μεγαλύτερη ψυχρολουσία. Αυτή θα έβαζε άλλη λέξη στη θέση της λέξης σεξ. Θα έβαζε ισως τη λέξη έρωτα, θα έβαζε ίσως  τη λέξη « όνειρο» ή ακόμα και τη λέξη « αριστούργημα». Και τώρα τι έπρεπε να απαντησει στο αστειο του; Να ανταποδώσει την ωμότητα; Να συντονιστεί με το αστειάκι του; Όσο σώπαινε τόσο εκτιθόταν. Αποφάσισε να παίξει και αυτή  στο ίδιο πεδίο:

- Ελπίζω να μην σε πιάσει  ο ύπνος στο τιμόνι, θα ήταν μαλλον επικίνδυνο..» είπε ανάλαφρα. 

Με το που το ξεστόμισε ηξερε πως είχε κάνει λάθος.

Ο Αλεξανδράκης τινάχτηκε με ένα εντονο σφίξιμο των ώμων, μετά της εριξε μια ματιά γρήγορη και μαλλον κακή, και αμεσως μετά ξαναγύρισε το βλέμμα στον δρόμο. Η Αννα πρόσεξε πως εκείνος έκοψε ταχύτητα.

-  Ξέρεις, μου συνέβη κάποτε... 

-  Ποιο; είπε εκείνη κάνοντας την ανηξερη.

- Να κοιμηθω πάνω στο τιμόνι...

Ξανασιωπησε αλλά οι κινήσεις του καθώς οδηγούσε έγιναν ακόμα πιο μετρημένες, σαν να φοβόταν το οδόστρωμα, το αμάξωμα, τη νύχτα που έπεφτε πια για τα καλά.

Εκείνη δε μίλησε. Ένιωθε την ψυχική του φόρτιση, μια φόρτιση ασχετη με όσα είχαν διαδραματιστεί ανάμεσα τους λίγο πριν.

- Και αυτή μου η απροσεξία στοίχισε τη ζωη του αδερφού μου, είπε τελικά εκείνος με κοφτές, πονεμένες λέξεις. Ήμαστε μαζί, οδηγούσα μετά από μια νύχτα κραιπάλης. Γιορτάζαμε την νίκη της ποδοσφαιρικής μας ομάδας, εκείνος είχε πιει. Και εγώ είχα πιει. Πολύ. Καμία δεκαριά μπυρες. Ήμασταν Γιάννενα. Στο μπαρ που σε πήγα. Γελούσαμε και σαχλαμαρίζαμε με την  παρέα. Όταν τους χαιρετίσαμε για να ανέβουμε στα Ζαγοροχώρια, του πρότεινα να κοιμηθούμε στα Γιάννενα . Κοτζάμ σπίτια έχουμε. Είχαμε...Είχε, εννοώ... Τέλος παντων... Εκείνος είπε: Από πότε αδερφέ έγινες χεστης; Δυο μπυριτσες ηπιαμε. Θα παω ακόμα και με τα πόδια στο Πάπιγκο προκειμένου να γλιτώσω την γκρίνια της Ελισσαβετ. Αν μείνουμε εδώ, θα κάνει διάφορα σενάρια με το νου της. Την ξερεις. Ξέρεις πως είναι παθολογική ζηλίαρα. Εξαλλου, θέλω να μαι στο ξενοδοχείο όταν ξυπνήσει ο Αλέξανδρος. Εγω του ειπα: δεν νομίζω πως είμαστε σε θέση να οδηγήσουμε. Εκείνος γέλασε. Έχουμε οδηγήσει και μετά από δυο μπουκάλια ουίσκι, ρε Γιάννη. Τι σε έπιασε; Με χτύπησε στον ώμο. Ας ρίξουμε ένα κέρμα. Κορώνα οδηγώ εγω, γράμματα οδηγείς εσυ. 

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now