Κεφάλαιο 12

1.9K 154 10
                                    

Αργά  το απόγευμα την ώρα που ετοίμαζε τον σάκο της για να πάει στην πισίνα του γυμναστηρίου, χτύπησε το κινητο της

« Έλα, Αννα» είπε ο Δημήτρης. Ακουγόταν αγουροξυπνημένος και δυσθυμος.

« Κοιμήθηκες καλα;» ρώτησε εκείνη.

« Τι καλα να κοιμηθω; Καλάθια κοιμηθηκα. Δεν με έπιανε με τιποτα ο ύπνος και όταν τελικά γλαρωσα, τα παιδια της από πάνω αποφάσισαν να κάνουν πρόβα στις κλίμακες στο πιάνο. Πρέπει να απαγορευτεί στα παιδια να αγγίζουν το πιάνο. Κακοποιούν το όργανο κακοποιούν και τα αυτιά μας»

« Έπαιζαν σε ώρα κοινής ησυχίας;»

«Δυστυχώς όχι και έτσι έπρεπε να το ανεχτώ ενώ ήθελα να ρίξω μπινελικια. Τελικά φόρεσα ωτοασπίδες. Αλλά είμαι ακόμα  πτωμα. Δεν το βλέπω να βρισκόμαστε. Βαριέμαι ακόμα και να οδηγήσω ως εκει»

« Θες να έρθω εγω;» άκουσε τον εαυτό της να λέει.

« Αστο, Μωρε, που να τρέχεις τώρα χωρίς αυτοκίνητο; Έχει και σκατοκαιρο. Θα βρεθούμε αύριο, που είναι και Σάββατο, χαλαρά...»

« Ελεγα να κάνω μια συγκέντρωση αύριο στο σπιτι, μόνο μεταξύ μας, ξέρεις, η Βαλια, τα παιδια και ο αντρας της...»

Την έκοψε απότομα: « Θεέ μου, πως σου ρθε αυτή η ιδεα! Μαζοχιστρια  είσαι; Εδώ θελουμε λίγη ησυχία, θα κουβαλήσεις τα παιδια της Βάλιας; Εξαλλου δεν θέλω η Βαλια να μάθει για μας, έχει μεγάλο στόμα, θα νας κουτσομπολεύει σε όλο το νοσοκομειο»

Της βγήκε παράπονο: « Με κρυβεις;»

« Ρε συ Αννα  έχεις ορεξη... Δεν είπαμε πως θα το κρατήσουμε κρυφό;»

« Αλλο η Βαλια...»

« Η Βαλια με μισεί γιατί την έβαζα να δουλέψει. Είναι τρομερή τεμπελα για αυτο και φαρδαινει ο κωλος της...» 


« Μην μιλάς έτσι για τη Βαλια! Ξέρεις πως δεν ισχύουν αυτά που λες» υπερασπίστηκε τη φίλη της. " Η Βαλια είναι τρομερά εργατική και τρομερά καλοψυχη»

« ΟΚ, αλλά δεν χρειάζεται να τη φάω στη μάπα και στην αργία μου!»

Η Αννα δεν αναγνώριζε τον Δημήτρη! Τι ειχε συμβεί; Τόσο άσχημη πια ήταν η εφημερία του που είχε πάθει  μετάλλαξη; Ήταν εραστές δυο χρόνια και ποτε δεν τον είχε ξαναδεί τόσο κακοτροπο και τόσο αγενή.  Αποφάσισε να παρακάμψει τη συμπεριφορά του. Ίσως είχε συμβεί καμία στραβή στη δουλεια και έβγαζε έτσι τα νεύρα του.

« Όποτε τι λες να κανουμε αύριο;» ρώτησε με νοημα. Ήλπιζε πως θα θυμηθεί τη γιορτή της.

« Ξέρω γω; Ο,τι θες... Αλλά να πάμε καπου εξω, μόνοι. Μην μας φάει η κλεισούρα...»

« Μπαρ η φαΐ;»

« Θα κλείσω στο αγαπημένο μου εγω, κατά τις οκτω είναι καλα;»

Εκείνη αναθαρρεψε: « Τελεια!»

« Τα λεμε αύριο» είπε αυτος και έκλεισε πριν προλάβει να τον χαιρετήσει. Έμεινε να κοιτάει το κινητο της με απορία. Μετά σηκώθηκε, φόρεσε μπουφαν και κασκόλ και βγήκε με τον σάκο του γυμναστηρίου στον ώμο. Είχε αρχίσει να χιονίζει με ένα χιόνι αραιό, που έπεφτε πάνω στα απόνερα της χθεσινής βροχής και έλιωνε αμέσως. Τι μυστήριος καιρός! Χθες νοτιας σήμερα βοριάς. Αλαλούμ! Σαν τη διάθεση του Δημήτρη. Πως είχε παγώσει έτσι απέναντι της;  Η Αννα ένιωθε πως το  τελευταίο καιρο είχαν απομακρυνθει αλλά μάλλον δεν είχε συνειδητοποιήσει το ποσο πολύ ειχαν απομακρυνθει. Θυμήθηκε τη  τελευταία φορα που ο Δημήτρης ήρθε στο σπιτι. Δεν είχαν καν κάνει έρωτα...

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Onde histórias criam vida. Descubra agora