Η Ανάμνηση Της

709 57 46
                                    

Μεριά συγγραφέα–αναγνώστη

30 χρόνια πριν...

Ο ήλιος έλαμπε περισσότερο από ποτέ εκείνη την ζεστή μέρα, φωτίζοντας την μαγευτική και υπέροχη πόλη του Λος Άντζελες. Δεν υπήρχε ούτε δείγμα από τα αφράτα, κατάλευκα σύννεφα στον ουρανό. Ο γαλάζιος ουρανός, σε συνδυασμό με τον καύσωνα, σηματοδοτούσαν το ότι το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Οι κάτοικοι, έτρεχαν πάνω κάτω σαν τρελοί, για να προλάβουν τις δουλειές τους. Άλλοι μιλούσαν στα τηλέφωνα, άλλοι κουβέντιαζαν με τους φίλους τους και στο τέλος, κάποιοι ξόδευανε τον ελεύθερο χρόνο τους στα μαγαζιά του Beverly Hills.

Λίγο πιο έξω από την πρωτεύουσα, μακριά από την ηχορύπανση της πόλης και τα καυσαέρια της, τρία παιδιά έπαιζαν ανέμελα με την μπάλα τους και ανέπνεαν τον καθαρό αέρα που τους πρόσφερε η φύση.

Αυτά τα τρία παιδιά, αν και είχαν μια διαφορά ηλικίας μεταξύ τους, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον και λάτρευαν να ξοδεύουν χρόνο μαζί. Ήταν σαν αδέρφια. Όταν είχαν και οι τρεις τελειώσει με τις υποχρεώσεις τους, έβγαιναν στο σπίτι κήπο και ζούσαν αξέχαστες στιγμές όλοι μαζί, τις οποίες θα θυμόντουσαν για πάντα.

"Πιάσε την μπάλα μικρέ αδερφέ!" φώναξε ο δεκαπεντάχρονος Αλεξάντερ στον κατά δέκα μικρότερο του αδερφό, Κρις και πέταξε την πέταξε την μπάλα όσο πιο ψηλά μπορούσε, ώστε να μην την πιάσει η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του, η Μαργαρίτα.

Η ίδια τέντωσε κάθε εκατοστό του κορμιού της για να την ακουμπήσει έστω με τα δάχτυλα της, αλλά απέτυχε, με αποτέλεσμα η μπάλα να πέσει ανάμεσα στα χέρια του πεντάχρονου Κρις.

"Την έπιασα! Επιτέλους τα κατάφερα!" έλεγε χαρούμενο το μικρό αγοράκι και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν σε δυνατά γέλια, πέφτοντας κάτω στο γρασίδι και κρατώντας την κοιλιά τους.

Η αγάπη που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον... Δεν μπορούσες να την περιγράψεις με λόγια.

"Ααααα! Αλεξάντερ! Μαργαρίτα!" ακούστηκε ξαφνικά η λεπτή, παιδική και αγορίστικη φωνή του μικρού Κρις.

Οι άλλοι δύο σηκώθηκαν όρθιοι και έτρεξαν προς το μέρος του, βάζοντας τον στην αγκαλιά τους και σκουπίζοντας τα δάκρυα του.

"Κρις μου, τι έπαθες;" τον ρώτησε η Μαργαρίτα ανήσυχη.

"Μήπως χτύπησες; Να φωνάξουμε τον μπαμπά ή την Ορόρα;" ρώτησε και ο Αλεξάντερ, εξίσου τρομοκρατημένος από το θέαμα. Δεν του άρεσε να βλέπει δικούς του ανθρώπους να κλαίνε ή να πονάνε. Πόσο μάλλον, τα αδέρφια του.

𝓈𝓉𝓎𝓁𝒾𝓃𝑔 𝓁𝑜𝓋𝑒 ✔️Where stories live. Discover now