Mέρα 90η: 28 Μαΐου

379 52 10
                                    

Έχει τυλιγμένο με ένα καρό περιτύλιγμα πάνω στο πόδια της το βιβλίο που τόσο μόχθησε να αποκτήσει για χάρη του και τον περιμένει στα τραπεζάκια που είναι παρατεταγμένα στη σειρά, έξω στο πεζοδρόμιο. Νιώθει λίγο περίεργα που είναι μόνη της και είναι λες και όλα τα βλέμματα των υπόλοιπων ανθρώπων που είναι σε παρέες να πέφτουν πάνω της με λύπηση.

Δεν ξέρει πότε θα το ξεπεράσει αυτό η Ντι, τη φοβία του να κάθεται μόνη και να περιμένει κάποιον, να μοιάζει απελπισμένη, χωρίς στόχο, βυθισμένη στη μοναξιά του χωροχρόνου. Η Μόνικα δε θα είχε πρόβλημα στη θέση της, σκέφτεται. Θα καθόταν σταυροπόδι, θα άφηνε το μακρύ ποδί της να φανεί στα πληθή, η γάμπα της θα έμοιαζε ακόμη πιο σφιχτή. Με τη σκέψη αυτή κάπως χαλαρώνει και στη σκέψη να φοράει και εκείνη ένα προκλητικό φουστάκι και να κάθεται σταυροπόδι αρχίζει να γελάει μόνη της και να απολαμβάνει τον απογευματινό, καυτό ήλιο που προμηνύει ένα καλοκαίρι πολύ πιο ζεστό από αυτά των προηγούμενων ετών.

«Άργησα, το ξέρω είμαι απαράδεκτος, αλλά έμπλεξα με έναν πελάτη στο μαγαζί με τις μπογιές και δεν μπορούσα να το κλείσω πριν φύγει».

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω» λέει η Ντι και πιάνει ακόμη πιο σφιχτά το βιβλίο που έχει στα πόδια της. Για κάποιο λόγο νιώθει ιδιαίτερο άγχος. Το βιβλίο αυτό σημαίνει την ομολογία των αισθημάτων της προς το πρόσωπο του, έναν άλλο τρόπο να του δείξει όσα νιώθει χωρίς να του τα πει λεκτικά. Διστάζει να το ανεβάσει πάνω στο τραπέζι. Τον κοιτάζει στα μάτια και ξαφνικά βρίσκεται σε άλλη διάσταση, μέσα σε ένα όνειρο που εκείνος τη γδύνει και της γεμίζει με φιλιά τον λαιμό, το στέρνο, το στήθος της. Όσο εκείνος της μιλάει για θέματα που εκείνη αγνοεί πλήρως, αυτή συνεχίζει να τον βλέπει να την ακουμπά, να την περιεργάζεται, να κολλάει το κορμί του πάνω στο δικό της. Όταν σταματά το χαζολόγημα, καταλαβαίνει πως η Ντι δεν έχει πει κουβέντα. «Γιατί με αφήνεις να μιλάω μόνος μου; Πες μου τα νέα σου...»

«Μια χαρά τα λες, τι να πω και εγώ;» λέει για να καλύψει το γεγονός ότι δεν τον πρόσεχε καθόλου. «Α, κάτι, άσχετο! Σου πήρα ένα δωράκι. Όχι τίποτα σπουδαίο! Ορίστε...»

«Δωράκι; Για μένα; Τι είναι;»

DilemmaWhere stories live. Discover now