Μέρα 140η: 17 Ιουλίου

254 34 11
                                    

«Πού με πας;» ρωτάει ο ανυποψίαστος Μήτσος τη Μαργαρίτα η οποία τον έχει κατευθύνει σε έναν χώρο που μοιάζει με εργοστάσιο στην άκρη του δρόμου. «Θα μου πεις; Με κουβάλησες σχεδόν έξω από την πόλη να μου δείξεις τι;» συνεχίζει να τη ρωτάει όμως εκείνη μόνο χασκογελάει χωρίς να απαντά.

Μια μεγάλη κλειδωμένη πόρτα που πάνω της υπάρχει μια ταμπέλα με μεγάλα γράμματα στέκει μπροστά τους. «Ιδιωτικές πίστες αναρρίχησης» γράφει και ο Μήτσος σκέφτεται τι μπορεί να έχει στο μυαλό της Κυριακάτικα η κοπέλα του.

Εκείνη ξεκλειδώνει, μπαίνει μέσα στον σκοτεινό χώρο πρώτη και μοιάζει να ξέρει πού είναι οι διακόπτες γιατί κατευθύνεται προς τα εκεί με ευκολία. Ο χώρος ξαφνικά πλημμυρίζει με φως και αποκαλύπτονται διάφορες πίστες αναρρίχησης διαβαθμισμένης δυσκολίας.

«Συγγνώμη, με έφερες κυριακάτικα εδώ να σκαρφαλώνουμε πάνω σε τοίχους; Ρε μωράκι μου, είμαι τόσο κουρασμένος. Τα κλειδιά που τα βρήκες;».

«Μήτσο, μη γίνεσαι βαρετός! Τα κλειδιά μου τα έδωσε μια φίλη που είναι η ιδιοκτήτρια του μέρους. Έλα, μη χάνουμε χρόνο, βγάλε τα ρούχα σου».

«Τι να κάνω λέει;»

«Ακόμα δεν κατάλαβες τι θα κάνουμε; Γδύσου» του λέει και βγάζει τα ρούχα της μπροστά του ενώ εκείνος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον σκοπό της επίσκεψής τους.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βρίσκονται κρεμασμένοι στον αέρα μέσα στους ιμάντες ασφαλείας, γυμνοί ο ένας πάνω στον άλλο, χάριν στις γνώσεις αναρρίχησης της Μαργαρίτας. Ο Μήτσος έχει ξετρελαθεί με την ιδέα της. Η αδρεναλίνη του έχει ανέβει στα ύψη, έτσι όπως τα γυμνά κορμιά τους τραβιούνται από τα σχοινιά και είναι κοντά το ένα πάνω στο άλλο.

Αρχίζουν και φιλιούνται με πάθος. Εκείνη γαντζώνει τα χέρια της σε δυο λαβές και στερεώνει τα πόδια της σε δυο άλλες με τέτοιο τρόπο ώστε να φέρει τη λεκάνη της πάνω στη δική του. Ο Μήτσος νιώθει την έξαψη να τον συνεπαίρνει, βρίσκονται πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος και αυτό κάνει την όλη εμπειρία μοναδική.

«Πού να δεις σε λίγο που θα κρεμαστώ ανάποδα, τι σε περιμένει» του λέει και παραδίνονται και οι δυο σε έναν άγριο έρωτα πάνω στην πίστα της αναρρίχησης. Γελάνε και τα ευτυχισμένα γέλια του έρωτά τους πλημμυρίζουν την αίθουσα.

Κάποια στιγμή, ένας βήχας κόβει την αναπνοή του Μήτσου. «Δεν είναι τίποτα» καθησυχάζει τη Μαργαρίτα. «Τον ζόρισες τον γέρο σου, αυτό είναι όλο».

DilemmaWhere stories live. Discover now