Μέρα 142η: 19 Ιουλίου

276 36 16
                                    

Η Ντι ξυπνάει πάνω στο χαλί της Μαργαρίτας με έναν τρομερό πονοκέφαλο. Ο Μήτσος και η Μαργαρίτα είναι ολόγυμνοι στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού και το θέαμα τη σοκάρει ελαφρώς, γι' αυτό κλείνει με μιας την πόρτα τους καθώς πηγαίνει στην τουαλέτα να πλυθεί. «Ωραίο κωλαράκι ο Μήτσος» σκέφτεται και γελάει με τον εαυτό της.

Για λίγα δευτερόλεπτα, έτσι καθώς το κρύο νερό ξεπλένει το πρόσωπό της, σκέφτεται το αμήχανο φιλί της με τον Κ. Γιατί έσκυψε πάνω της με όλο του το κορμί, γιατί το φιλί του εκείνη την ώρα δεν έμοιαζε με παιχνίδι, αλλά σαν να το εννοούσε; Κοιτάζεται στον καθρέφτη και διαπιστώνει ότι αντί να είναι χαρούμενη, είναι περισσότερο προβληματισμένη. Βγαίνει έξω και επιστρέφει στο σαλόνι. Ψάχνει τον Κ. με τη Μόνικα, να ξύπνησαν άραγε νωρίτερα και να έφυγαν;

Πηγαίνει στο ψυγείο της Μαργαρίτας και παίρνει το γάλα για να το πιει μαζί με δημητριακά στο μπαλκόνι, μέχρι να ξυπνήσει το ζευγάρι. Εκεί, πάνω στα πλακάκια βρίσκει αγκαλιασμένους τον Κ. με τη Μόνικα με το χέρι του Κ. να έχει μείνει σχεδόν μέσα στα μαλλιά της, πάνω ακριβώς από το κεφάλι της. Το μπολ κοντεύει να της φύγει από τα χέρια. Σίγουρα αποκοιμήθηκαν εχτές το βράδυ, ήπιαν περισσότερο από όλους, αλλά τι μπορεί να συνέβη μεταξύ τους και αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε αυτή τη στάση; Τα ρούχα της Μόνικα είναι όλα στη θέση τους, το βρίσκει λίγο κουτό εκ μέρους της να πιστέψει πως έκαναν έρωτα μπροστά σε όλους, όχι, δεν τους έχει ικανούς για κάτι τέτοιο.

Ωστόσο η εικόνα δεν παύει να την ενοχλεί. Κάθεται στο τραπεζάκι πιο πέρα και ακουμπά το μπολ με μεγάλη δύναμη πάνω του χωρίς να τη νοιάζει αν θα τους ξυπνήσει από το θόρυβο. Το γεμίζει με δημητριακά και έπειτα με το γάλα και αρχίζει να μασουλάει όσο πιο δυνατά μπορεί με το κουτάλι της να βρίσκει συνέχεια στα τοιχώματα.

«Τελευταία φορά που υπήρξα ηλίθια. Τον ξεγράφω μια και καλή από τη ζωή μου τον Κ. Αρκετά με τα παιχνίδια του, δε θα την πληρώνω εγώ για τις δικές του ανασφάλειές. Καιρός να δει πως είναι να μην έχει καμιά επιρροή πάνω μου. Ας βγάλουν τα μάτια τους, ας κάνουν ό,τι θέλουν. Δε με νοιάζει πια. Οι ανασφαλείς μόνο ανασφάλεια μπορούν να σου προκαλέσουν. Και εγώ είμαι σε μια φάση της ζωής μου που αρχίζω να πατάω γερά στα πόδια μου. Δε θα το χάσω για κανέναν αυτό».

Ο Κ. ανοίγει τα μάτια του και μοιάζει να είναι έκπληκτος που τη Μόνικα μέσα στην αγκαλιά του και τη Ντι να τρώει σχεδόν από πάνω τους. Αποφασίζει να μην την ξυπνήσει, φαίνεται να απολαμβάνει τον ύπνο της.

«Καλημέρα, όμορφη!» λέει στη Ντι και τραβάει το χέρι του πάνω από τη Μόνικα για να σηκωθεί. «Πώς βρεθήκαμε εδώ κάτω; Ποπό, πλευρίτωσα, όλη η δεξιά μου πλευρά με πονάει τρομερά».

Η Ντι δε σχολιάζει. Συνεχίζει να μασουλάει χωρίς να του έχει πει καλημέρα και εκείνος πάει δίπλα της και της ψιθυρίζει στο αυτί : «Σου είπα καλημέρα. Μην παριστάνεις την κουφή. Τι σε θύμωσε τώρα;»

«Τίποτα» του απαντά η Ντι. «Απολύτως τίποτα. Όπως βλέπεις τρώω και όταν τρώμε δε μιλάμε. Θα σου την έλεγα μόλις τελείωνα την μπουκιά μου. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορεί να με θυμώσει το οτιδήποτε; Είμαι καλύτερα από ποτέ. Ιδίως σήμερα είναι μια πολύ όμορφη μέρα. Καλημέρα και σε σένα, γλυκέ μου. Α και εσύ που προσέχεις τόσο τις κυρίες, καλό θα ήταν να ξυπνήσεις τη Μόνικα, εκτός αν θέλει να πλευριτώσει και εκείνη».

DilemmaOnde histórias criam vida. Descubra agora