Μέρα 147η: 24 Ιουλίου

367 35 7
                                    

«Θέλεις να μου πεις γιατί δε με βοήθησες χτες να τον πάμε στο νοσοκομείο;» μιλάει σχεδόν επιθετικά στο τηλέφωνο η Ντι με τον Κ.

«Ντι, δεν είναι ανήλικος. Να τον παίρναμε με το ζόρι να τον πάμε πού;»

«Ναι, με το ζόρι, Κ. Βρήκε να μοιάσει σε σένα. Ξεροκέφαλοι και οι δυο» φωνάζει και δίνει μια κλωτσιά στο πόδι του τραπεζιού που μετακινείται ελάχιστα εκατοστά πιο πέρα. Τα δάχτυλά της πονάνε, όμως δεν τη νοιάζει. Σκέφτεται το αίμα στην πετσέτα του Μήτσου και όλα γυρίζουν γύρω της. Το άγχος της είναι μεγαλύτερο και από την περίοδο των πανελληνίων. Ο Κ. δε λέει κουβέντα όση ώρα εκείνη συνεχίζει να κόβει βόλτες μέσα στο σπίτι.

«Κ., δεν ξέρω τι θα κάνεις. Πραγματικά. Αν φοβάται να πάει στον γιατρό, τότε φέρε έναν στο σπίτι. Κάνε κάτι τέλος πάντων. Έχεις το τηλέφωνο της Μαργαρίτας σε παρακαλώ; Πρέπει κάποιος να την ενημερώσει. Σε μένα ίσως το σηκώσει».

«Ναι, το έχω. Δώσε μου δυο λεπτά μόνο να το ψάξω. Ντι, πρέπει με την ευκαιρία να σου πω κάτι».

«Πες μου, σε ακούω. Ξέρεις τι έχει ο Μήτσος, αυτό είναι; Το ξέρεις και μου το κρύβεις τόσο καιρό;» συνεχίζει να μιλάει με τον τόνο της φωνής της υψηλά και με το που τελειώνει την πρότασή της αρχίζει να μασουλά τα νύχια της με μανία.

«Δεν έχει να κάνει με τον Μήτσο. Έχει να κάνει με μένα. Πρέπει να ξέρεις, έτσι νομίζω».

«Να ξέρω τι για σένα, Κ. ;»

«Τον βρήκα τον αριθμό; Σημειώνεις;»

«Ναι, πες μου» του λέει και βάζει το κινητό της σε ανοιχτή ακρόαση για να μπορέσει να το αποθηκεύσει στο σημειωματάριο του κινητού.

«Ωραία, τώρα θα μου πεις τι θέλεις; Γιατί βιάζομαι να μιλήσω με τη Μαργαρίτα, ίσως εκείνη να την ακούσει, ίσως είναι μια καλή ευκαιρία για επανένωση των δύο».

«Ναι, θα σου πω. Δε θέλω να το πάρεις στραβά όμως, μου υπόσχεσαι;»

«Να πάρω στραβά τι, Κ.; Είμαι ήδη εκνευρισμένη μαζί σου, αμάν με αυτούς τους γρίφους». Ο Κ. παγώνει για λίγο. Η Ντι για κάποιο λόγο αρχίζει να διαισθάνεται τι θα της πει. Κάτι έχει συμβεί με εκείνον και τη Μόνικα. Αυτό είναι. Γι' αυτό η Μόνικα έχει εξαφανιστεί από προχτές, γι' αυτό δε σηκώνει το τηλέφωνό της.

«Πες μου, Κ. Συγγνώμη αν σου φωνάζω τόση ώρα. Το κάνω γιατί δεν μπορώ να ελέγξω την αγωνία μου για την υγεία του Μήτσου. Έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η κατακόκκινη πετσέτα, όσο και αν θέλω να μην το σκέφτομαι. Σου υπόσχομαι πως ό,τι και αν μου πεις θα είμαι ήρεμη».

«Ντι...είσαι τόσο καλή γαμώτο...ξέρω ότι για μένα αισθάνεσαι κάτι περισσότερο από αγνή φιλία. Και φοβάμαι ότι θα πληγωθείς αν μάθεις ότι η Μόνικα και εγώ...»

«Μη συνεχίσεις, σε παρακαλώ. Έχω καταλάβει. Μόνο που εσύ δεν έχεις καταλάβει κάτι. Δεν αισθάνομαι τίποτα για σένα πια. Ούτε καν αυτή την αγνή φιλία που πριν λίγο ανέφερες. Η αγνή φιλία προϋποθέτει να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση. Και έχεις καταφέρει να χάσουμε και τα δύο εδώ και καιρό. Το ότι κοιμήθηκες με τη Μόνικα δε σημαίνει τίποτα για μένα. Ελεύθερο αγόρι είσαι, δεν είμαι η γκόμενά σου που κεράτωσες. Αυτό σε έριξε στα μάτια μου, ξέρεις ποιο είναι; Ότι τόσο καιρό φερόσουν σαν να μην ήξερες τι ήθελες. Εσύ, το καλύτερο παιδί, ο συνεπής χαρακτήρας που είχα γνωρίσει τότε στη λέσχη. Εδώ και καιρό, δεν είσαι αυτός που όπως είπες με έκανε να αισθανθώ κάποτε πράγματα. Κάποτε όμως. Τα λέμε» του λέει και κλείνει το κινητό της χωρίς καν να περιμένει την απάντησή του. 

ΑΚΟΜΗ 53 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

DilemmaOù les histoires vivent. Découvrez maintenant