Το χιόνι έχει λιώσει στο παράθυρο. Ένα απορριμματοφόρο έχει σταθμεύσει ακριβώς έξω από την γκαρσονιέρα της Μόνικα που βρίσκεται στο ισόγειο. Το φως του μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και τρομακτικές σκιές χορεύουν για λίγα δευτερόλεπτα στους τοίχους του. Ο έντονος θόρυβος συνεχίζει ακόμα και όταν το όχημα έχει απομακρυνθεί, λες και συνεχίζει να καταβροχθίζει σκουπίδια.
Έχει πάει έντεκα. Εκείνος ποτέ του δεν αργεί. Η Μόνικα στέκεται μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που στολίζει τον ένα από τους τέσσερις τοίχους και παρατηρεί τη σιλουέτα της. Τα μαύρα εσώρουχα που τόσο αρέσουν στον Χ. την κολακεύουν και της προσδίδουν μια γοητεία που δεν ανήκει σε εκείνη. Την κάνουν περισσότερο επιθετική, περισσότερο γυναίκα. Οι ρώγες της αχνοφαίνονται πίσω από το δαντελωτό ύφασμα και τα χείλη της λαμπυρίζουν από τις στρώσεις του λιπ-γκλος που έχουν σπάταλα απλωθεί στα χείλη της. Παίρνει τη βούρτσα που είναι ακουμπισμένη στο τραπέζι και αρχίζει να χτενίζει με νευρωτικές κινήσεις τα μαλλιά της. Όχι, εκείνος δε συνήθιζε να αργεί.
Κάτι ίσως του έχει συμβεί. Καλύτερα να του έχει συμβεί κάτι από να της ξεφουρνίσει άλλη μια δικαιολογία, σκέφτεται η Μόνικα, πικραμένη από τη χτεσινή της ήττα απέναντι στη γυναίκα του. Μια τούφα μπλέκεται στη χτένα και το τράβηγμα την πονάει. Αφήνει μια μικρή κραυγή. Τα μάτια της έχουν βουρκώσει. Πονάει. Πονάει πολύ λιγότερο όμως από όσο πονάει η ψυχή της. Συνεχίζει με την ίδια μανία το βούρτσισμα, σαν να είναι αποφασισμένη να τιμωρήσει τον εαυτό της, σαν να έχει αποφασίσει να μην της μείνει ούτε μια τρίχα στο κεφάλι.
Πώς έμπλεξε σε όλο αυτό; Εντάξει, ο Χ. της είχε πει ψέματα στις αρχές. Ή, μάλλον, όχι ψέματα, όπως ισχυριζόταν. Απλά της απέκρυψε την αλήθεια. Και ήταν τόσο γοητευτικός, τόσο δυναμικός, τόσο επίμονος να την κατακτήσει. Σκέφτεται την πρώτη φόρα που γνωρίστηκαν. Στο παγκάκι που σταμάτησε να συμπληρώσει μια φόρμα βιογραφικού. Που την πλησίασε εκείνος, φορώντας ένα μωβ πουκάμισο και κρατώντας ένα καρότσι με τον υποτιθέμενο ανιψιό του, που ένα μήνα μετά θα αποδεικνυόταν δικό του παιδί. Ο καλός στοργικός θείος, με τα τεράστια μπράτσα και τα καταπράσινα μάτια. Τα πυκνά μαύρα μαλλιά και τη μακριά μαύρη γενειάδα. Τα πολύχρωμα τατουάζ στα δυο του χέρια. Το τηλέφωνο χτυπά και διακόπτει την αναπόληση.
«Δε θα έρθω. Τελειώσαμε».
KAMU SEDANG MEMBACA
Dilemma
RomansaΔυο άντρες, μια γυναίκα. Δυο γυναίκες, ένας άντρας. Δυο αδέλφια. Φιλίες μετέωρες. Εκείνος ή εκείνος; Εκείνος ή μια φιλία σημαντική; Σεξ ή κάτι περισσότερο; Αδέλφια ή αντίζηλοι; Σχέση ή μήπως μια αγκαλιά στον εαυτό μου; Κάθε μέρα και ένα κεφάλαιο, κ...