Μέρα 46η: 14 Απριλίου

477 59 3
                                    

. Η Ντι μόλις έχει φτάσει στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων μετά από μια μέρα ταλαιπωρίας και ξενυχτιού στο προσκέφαλο του πατέρα της. Η άρνησή του να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο της πόλης σε συνδυασμό με την γκρίνια του και τη βεβαιότητά του ότι πεθαίνει την έχουν εξουθενώσει. Σέρνει τη βαλίτσα της σαν να ήταν γεμάτη με μπετόν.

Το σπίτι της δεν απέχει πολύ από τον σταθμό και το μόνο που θέλει είναι να πέσει όπως είναι στο κρεβάτι της και να κοιμηθεί μέχρι το επόμενο μεσημέρι. Δεν έχει προλάβει καν να μιλήσει με τους φίλους της να δει πως πήγε το χθεσινό ραντεβού. Είχε τρεις κλήσεις από τον Μήτσο, αλλά δεν πρόλαβε να απαντήσει σε καμία και τη δεδομένη στιγμή ακόμα και το άνοιγμα του κινητού της φαίνεται άθλος.

Με το που φτάνει στο διαμέρισμά της και ξεκλειδώνει την πόρτα της, το χερούλι της βαλίτσας τής φεύγει από τα χέρια. Έχει κοκαλώσει από αυτό που αντίκρισε μόλις. Ο γδούπος την επαναφέρει σε κατάσταση εγρήγορσης. Νιώθει τον ιδρώτα πίσω στο λαιμό της και τους παλμούς της καρδιάς της ανεξέλεγκτους. Το σπίτι όλο είναι ανάκατο. Είναι βέβαιη πως όταν έφυγε, όλα ήταν στην εντέλεια. Εκτός αν είναι τόσο κουρασμένη που αυτό είναι απλά ένας εφιάλτης. Τα καλύμματα είναι ριγμένα στο πάτωμα, ένα βάζο σπασμένο σε χίλια κομμάτια, όλα τα μπιμπελό πεσμένα, λες και κάποιος μπήκε και έψαχνε για κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το παράθυρο της μπαλκονόπορτας είναι ελαφρά ανοιχτό, όπως πάντα. «Τι το αφήνω και εγώ το ρημάδι να αερίζεται τάχα ο χώρος;» σκέφτεται και δεν ξέρει αν πρέπει να μπει μέσα, να καλέσει την αστυνομία ή να παραμείνει έξω. 

Το να μπει μέσα δεν είναι και τόσο καλή ιδέα. Πληκτρολογεί γρήγορα το εκατό, δεν έχει νόημα να φέρεται όπως η Μόνικα που το καθυστερεί άνευ λόγου. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την κλήση, ένα χέρι την πιάνει απ' το ώμο και εκείνη αρχίζει να τσιρίζει. Τσιρίζει τόσο πολύ που μέχρι και τα δικά της αυτιά έχουν πονέσει. Το κινητό της φεύγει απ' τα χέρια και η οθόνη γίνεται χίλια κομμάτια. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω, Ντι» ακούει τον Μαρτσέλο, τον γείτονα της να της λέει. «Ρε, Μαρτσέλο! Όλα μου τα τηλέφωνα έχω σπάσει φέτος, έλεος δηλαδή!»


DilemmaWo Geschichten leben. Entdecke jetzt